Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπαινετικά

  • 1 επαινετικά

    ἐπαινετικός
    given to praising: neut nom /voc /acc pl
    ἐπαινετικά̱, ἐπαινετικός
    given to praising: fem nom /voc /acc dual
    ἐπαινετικά̱, ἐπαινετικός
    given to praising: fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > επαινετικά

  • 2 ἐπαινετικά

    ἐπαινετικός
    given to praising: neut nom /voc /acc pl
    ἐπαινετικά̱, ἐπαινετικός
    given to praising: fem nom /voc /acc dual
    ἐπαινετικά̱, ἐπαινετικός
    given to praising: fem nom /voc sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἐπαινετικά

См. также в других словарях:

  • ἐπαινετικά — ἐπαινετικός given to praising neut nom/voc/acc pl ἐπαινετικά̱ , ἐπαινετικός given to praising fem nom/voc/acc dual ἐπαινετικά̱ , ἐπαινετικός given to praising fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

  • αδαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Στρατηγός (4ος αι. π.Χ.) των μισθοφόρων του Φιλίππου B’ της Μακεδονίας, γνωστός με την προσωνυμία Αλεκτρυών. Σκοτώθηκε στα Κύψελα του Έβρου, σε μάχη εναντίον των Αθηναίων. 2. Συγγραφέας (3ος αι. π.Χ.) από τη Μυτιλήνη …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • διθυραμβικός — ή, ό (Α διθυραμβικός, ή, όν) [διθύραμβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διθύραμβο, ο κατάλληλος για διθύραμβο νεοελλ. φρ. «διθυραμβικά σχόλια» εγκωμιαστικά, επαινετικά αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ διθυραμβικά οι διθύραμβοι …   Dictionary of Greek

  • εξωραΐζω — (Μ ἐξωραΐζω) 1. κάνω κάτι ωραίο, στολίζω, διακοσμώ 2. περιγράφω με επαινετικά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ωραΐζω (< ωραί ος + (ζω)] …   Dictionary of Greek

  • επαινετικός — ή, ό (AM ἐπαινετικός, ή, όν) 1. αυτός που γίνεται για έπαινο 2. αυτός που συνηθίζει να επαινεί, εγκωμιαστικός («επαινετικά λόγια») …   Dictionary of Greek

  • επαινώ — (AM ἐπαινῶ, έω) [αινώ] 1. επιδοκιμάζω, εγκρίνω, συμφωνώ («ὧς ἔφατ Ἀτρεΐδης, ἐπὶ δ ἤνεον ἄλλοι Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.) 2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον («ἐπαινέσω τῆς συνέσεως», Πλούτ.) μσν. νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (ε)παινεμένος 1.… …   Dictionary of Greek

  • επώνυμο — Το όνομα της οικογένειας ή του οίκου που συνοδεύει το προσωπικό όνομα. Στους αρχαίους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου, στο προσωπικό όνομα προσέθεταν μερικές φορές το όνομα του πατέρα. Στους Άραβες, π.χ., Μοχάμετ ιμπν Άφαν και στους Εβραίους …   Dictionary of Greek

  • ευφημικώς — εὐφημικῶς (Α) επίρρ. 1. με εύσχημες εκφράσεις, ήπια 2. επαινετικά, με εύφημη μνεία 3. με επευφημίες, με ζητωκραυγές …   Dictionary of Greek

  • ικέσιος — I Επωνυμία του Δία ως προστάτη των ικετών. Η επωνυμία αυτή είναι συγγενική με την επωνυμία Ξένιος. Ο Δίας λατρευόταν ως Ι. στη Δήλο, στη Ρόδο, στη Θήρα, στην Κω και στην Αθήνα. II (1ος αι. π.Χ.). Γιατρός, οπαδός του Ερασίστρατου. Ίδρυσε δική του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»