-
1 επαιγίζοντα
ἐπαιγίζωrush upon: pres part act neut nom /voc /acc plἐπαιγίζωrush upon: pres part act masc acc sgἐπαιγίζωrush upon: pres part act neut nom /voc /acc plἐπαιγίζωrush upon: pres part act masc acc sg -
2 ἐπαιγίζοντα
ἐπαιγίζωrush upon: pres part act neut nom /voc /acc plἐπαιγίζωrush upon: pres part act masc acc sgἐπαιγίζωrush upon: pres part act neut nom /voc /acc plἐπαιγίζωrush upon: pres part act masc acc sg -
3 ἐπαιγίζω
ἐπαιγίζω, (Aαἰγίς 11
) rush upon, twice in Hom. of a stormy wind,Ζέφυρος.. λάβρος ἐπαιγίζων Il.2.148
;οὖρον.. λάβρον ἐπαιγίζοντα δι' αἰθέρος Od.15.293
;λάβρως ἐ. ὁ βορρᾶς Alciphr.3.42
: metaph.,Ἔρως λάβρον ἐπαιγίζων AP5.285
(Paul. Sil.): c. dat., rush over, ἐπαιγίζει πεδίοισι, of a stream that has burst its banks, Opp.C.2.125: c. acc., πόντον ἐπαιγίζει, of the dolphin, Id.H.2.583.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαιγίζω
См. также в других словарях:
ἐπαιγίζοντα — ἐπαιγίζω rush upon pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπαιγίζω rush upon pres part act masc acc sg ἐπαιγίζω rush upon pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπαιγίζω rush upon pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαιγίζω — (Α) 1. (για άνεμο) πνέω σφοδρά, ορμητικά, εφορμώ («οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) 2. (για δελφίνι) διασχίζω γρήγορα 3. (για ποταμό πλημμυρισμένο) κατεβαίνω ορμητικά 4. (μτφ. για τον έρωτα) ενσκήπτω ορμητικά, επιπίπτω με… … Dictionary of Greek
λάβρος — α, ο (Α λάβρος, ον, θηλ. και α) ορμητικός, βίαιος, σφοδρός (α. «επιτέθηκε λάβρος» επιτέθηκε με ορμή β. «ὄμβρος τε λάβρος», Ηρόδ. γ. «οὖρον... λάβρον ἐπαιγίζοντα δι αἰθέρος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λάβρος γένος τελεόστεων… … Dictionary of Greek