-
1 καπαγώνιος
-
2 κἀπαγώνιος
-
3 ἀπ-αγώνιος
ἀπ-αγώνιος, bei Aesch. Ag. 498 κἀπαγώνιος Ἀπόλλων, Schol. ἀπόμαχος, vom Kampfe befreiend. Andere erkl. ἐπαγώνιος, im Kampfe beistehend.
-
4 ἀπαγώνιος
A v. ἐπαγώνιος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπαγώνιος
См. также в других словарях:
επαγώνιος — ἐπαγώνιος, ον (Α) [άγων] αυτός που βοηθά στον αγώνα … Dictionary of Greek
κἀπαγώνιος — ἐπαγώνιος , ἐπαγώνιος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)