Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπαγωγός

См. также в других словарях:

  • ἐπαγωγός — bringing on masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επαγωγός — ό (Α ἐπαγωγός, όν) [επάγω] ελκυστικός, θελκτικός, γοητευτικός («επαγωγός δάσκαλος», «επαγωγός διδασκαλία, ομιλία», «επαγωγό θέμα») αρχ. 1. αυτός που επιφέρει ή προκαλεί κάτι («ἐπαγωγός μανίας», Αισχύλ.) 2. απατηλός, σαγηνευτικός («ἀκούσαντες...… …   Dictionary of Greek

  • επαγωγός, -ός, -ό — επίρρ. ά ελκυστικός, θελκτικός, σαγηνευτικός, επαγωγικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπαγωγότερον — ἐπαγωγός bringing on adverbial comp ἐπαγωγός bringing on masc acc comp sg ἐπαγωγός bringing on neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγωγόν — ἐπαγωγός bringing on masc/fem acc sg ἐπαγωγός bringing on neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγωγότατα — ἐπαγωγός bringing on adverbial superl ἐπαγωγός bringing on neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγωγότατον — ἐπαγωγός bringing on masc acc superl sg ἐπαγωγός bringing on neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγωγοῖς — ἐπαγωγός bringing on masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγωγοί — ἐπαγωγός bringing on masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγωγοῦ — ἐπαγωγός bringing on masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπαγωγούς — ἐπαγωγός bringing on masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»