-
21 индукция
индукцияж1. филос. ἡ ἐπαγωγή·2. физ. ἡ ἐπαγωγή (ἡλεκτρισμοῦ). -
22 επαγωγήι
ἐπαγωγεύςcoat of clay: masc dat sg (epic ionic)ἐπαγωγῇ, ἐπαγωγήbringing on: fem dat sg (attic epic ionic) -
23 ἐπαγωγῆι
ἐπαγωγεύςcoat of clay: masc dat sg (epic ionic)ἐπαγωγῇ, ἐπαγωγήbringing on: fem dat sg (attic epic ionic) -
24 επαγωγά
ἐπαγωγά̱, ἐπαγωγήbringing on: fem nom /voc /acc dualἐπαγωγά̱, ἐπαγωγήbringing on: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐπαγωγόςbringing on: neut nom /voc /acc pl -
25 ἐπαγωγά
ἐπαγωγά̱, ἐπαγωγήbringing on: fem nom /voc /acc dualἐπαγωγά̱, ἐπαγωγήbringing on: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἐπαγωγόςbringing on: neut nom /voc /acc pl -
26 inductio
inductio, ōnis, f. (induco), I) das Hineinführen, das Einführen, A) eig.: 1) das Auftretenlassen in der Arena, iuvenum armatorum, Liv. 44, 9, 5. – 2) das Hineinleiten des Wassers, inductiones aquarum, Bewässerungen, Cic. de nat. deor. 2, 152. – B) übtr.: 1) ind. animi, der feste (entschiedene) Vorsatz, Cic. Tusc. 2, 31; ep. 1, 8, 2; ad Q. fr. 1, 1, 11. § 32. – 2) als Redefig.: α) personarum ficta ind. = προςωποποιία, die erdichtete Einführung von Personen, die Personendichtung, Cic. de or. 3, 205. – β) erroris ind. = ἀποπλάνησις, die Verleitung zum Irrtum, das Irreführen, Cic. de or. 3, 205. – 3) = επαγωγή, die Beweisführung durch Anführung ähnlicher Beispiele u. Fälle, die Induktion, Cic. de inv. 1, 51; top. 42. Quint. 5, 10, 73; 5, 11, 2 sqq. – 4) = ὑπόθεσις, die Annahme, Voraussetzung, Prisc. 18, 87. – II) das Überziehen, a) meton., der Überzug, das schützende Dach des Theaters, des Marktes usw. aus übergespanntem Segeltuch, velorum inductiones, Vitr. 10. praef. § 3. – b) das Überstreichen der Wand mit Kalk, das Tünchen, Pallad. 1, 15. – c) der Umschlag, das Bähmittel, Cael. Aur. de morb. acut. 2, 27, 216. – d) das Ausstreichen, Durchstreichen des Geschriebenen auf des Wachstafel usw., im Sing. u. Plur., ICt.
-
27 ἐπ-ακτικός
ἐπ-ακτικός, ή, όν, anreizend, ἐπακτικώτατα πρὸς ποτὸν τὰ ἀμύγδαλα Ath. II, 52 d; εἰς εὔνοιαν Hel. 4, 3; λόγοι, verführerisch, doch auch inductorisch (s. ἐπαγωγή), Arist. Metaphys. 12, 4. Ggstz von συλλογιστικός, Top. 1, 18; Anal. post. 1, 12.
-
28 αποδειξις
ион. ἀπόδεξις - εως ἥ1) показывание(τῶν ὑπὸ γαίας Eur.)
2) изложение, повествование, рассказ(ἱστορίης Her.; τῆς ἀρχῆς τῆς τῶν Ἀθηναίων Thuc.; περί τινος и περί τι Plat.)
3) доказательство, довод(ἀπόδειξιν ποιεῖν и ποιεῖσθαι Lys., Arst., λέγειν Plat., φέρειν Polyb. и διδόναι Plut.)
ἀ. εἰς τὸ ἀδύνατον и διὰ τοῦ ἀδυνάτου Arst. — доказательство от противного4) дедуктивное (силлогистическое) доказательство5) исполнение, свершение(μεγάλων ἔργων Her.; μεγάλης ἀρετῆς Plut.)
-
29 υπαγωγη
ἥ1) отход, отступление(διώξεις τε καὴ ὑπαγωγαί Thuc.)
2) подведение вперед, продвижение(τοῦ κυνηγεσίου Xen.)
3) хитрость, обман(Dem. - v. l. ἐπαγωγή)
4) приседание Arst. -
30 взаимоиндуктивность
η αλληλοεπα-γωγιμότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > взаимоиндуктивность
-
31 индукция
η (αυτ)επαγωγήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индукция
-
32 индуцировать
επάγω, προκαλώ επαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > индуцировать
-
33 электроиндукция
η ηλεκτρική επαγωγή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электроиндукция
-
34 частный
ча́стн||ый1. прил ἰδιωτικός, προσωπικός, ἀτομικός:\частныйая жизнь ἡ ἰδιωτική ζωή, ὁ ἰδιωτικός βίος· \частныйое лицо́ ὁ ἰδιώτης· \частныйая переписка ἡ προσωπική ἀλλη-λογραφία· \частныйое дело ἡ ἰδιωτική (или ἀτομική) ὑπόθεση· \частныйые уроки τά ἰδιαίτερα μαθήματα· \частный капитал τό ἰδιωτικό κεφάλαιο· \частныйая собственность ἡ ἀτομική ἰδιοχτησία· \частныйая торговля τό ἰδιωτικό ἐμπόριο·2. прил (отдельный, особый) ἰδιαίτερος, είδικός, μερικός:\частный слу́чай ἡ μεμονωμένη περίπτωσή3. \частныйое с τό με-ρικό[ν]:переход от \частныйого к общему ἡ ἐπαγωγή ἀπό τό μερικό εἰς τό γενικό. -
35 μερικό(ν)
το частное, единичное;η επαγωγή από το μερικό(ν) εις το γενικό — переход от частного к общему
-
36 μερικό(ν)
το частное, единичное;η επαγωγή από το μερικό(ν) εις το γενικό — переход от частного к общему
-
37 επαγωγής
ἐπαγωγεύςcoat of clay: masc nom plἐπαγωγεύςcoat of clay: masc nom /voc plἐπαγωγήbringing on: fem gen sg (attic epic ionic) -
38 ἐπαγωγῆς
ἐπαγωγεύςcoat of clay: masc nom plἐπαγωγεύςcoat of clay: masc nom /voc plἐπαγωγήbringing on: fem gen sg (attic epic ionic) -
39 επαγωγαίς
-
40 ἐπαγωγαῖς
См. также в других словарях:
Επαγωγή — (epagoge) (греч.) приведение. Индукция. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
ἐπαγωγή — bringing on fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαγωγή — I (Βιολ.). Φαινόμενο, κατά το οποίο σε ένα όργανο, κύτταρα ή ιστοί μπορούν να προκαλέσουν ορισμένη διαφοροποίηση σε άλλα γειτονικά κύτταρα ή ιστούς. Στα φαινόμενα της ε. περιλαμβάνονται και αρνητικές επιδράσεις, δηλαδή αναστολή της διαφοροποίησης … Dictionary of Greek
επαγωγή — η 1. (λογ.), συναγωγή γενικού συμπεράσματος από πολλές μερικές κρίσεις. 2. στη ρητορική σχήμα με επισώρευση πολλών όμοιων παραδειγμάτων για να καταδειχτεί η ορθότητα μιας σκέψης. 3. (φυσ.), η διέγερση ηλεκτρικής τάσης ή η ανάπτυξη μαγνητικού… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαγωγῇ — ἐπαγωγῆι , ἐπαγωγεύς coat of clay masc dat sg (epic ionic) ἐπαγωγή bringing on fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγῆ — ἐπαγωγεύς coat of clay masc nom/voc/acc dual ἐπαγωγεύς coat of clay masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμοιβαία επαγωγή — Στη φυσική, α.ε. ονομάζεται μια ειδική περίπτωση της ηλεκτρομαγνητικής επαγωγής κατά την οποία παράγεται ΗΕΔ (ηλεκτρεγερτική δύναμη) σε ένα κύκλωμα, εξαιτίας των μεταβολών της έντασης του ρεύματος ενός γειτονικού κυκλώματος. Αν ένα πηνίο α… … Dictionary of Greek
ηλεκτροστατική επαγωγή — Η εμφάνιση ηλεκτρικού φορτίου σε έναν αγωγό, με βάση τη δυνατότητα κίνησης των ελεύθερων ηλεκτρονίων, υπό την επίδραση ενός ηλεκτρικού πεδίου. Αν ένας αφόρτιστος αγωγός τοποθετηθεί κοντά σε ένα θετικά φορτισμένο σώμα, το τμήμα του αγωγού που… … Dictionary of Greek
ЭПАГОГЭ — • Έπαγωγή, называлось 1. магическое заговаривание, которым заклинали особенно подземных богов об оказании помощи людям, или злых духов, чтобы они напугали другого человека, часто в соединении с επωδή; 2. в логике и… … Реальный словарь классических древностей
ἐπαγωγαῖς — ἐπαγωγή bringing on fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαγωγαί — ἐπαγωγή bringing on fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)