-
1 ἐπί-στρεπτος
ἐπί-στρεπτος, an sich ziehend, die Augen der Menschen auf sich richtend, schön u. glücklich, αἰών Aesch. Ch. 345; ὥρα Suppl. 975. – Bei Sp. leicht zu wenden, zu drehen.
-
2 εὐ-επί-στρεπτος
εὐ-επί-στρεπτος, leicht umzukehren, hinzulenken, ἐπί τι, App. Pun. 8, 50.
-
3 ἀν-επί-στρεπτος
ἀν-επί-στρεπτος, sich. nicht kehrend an etwas, unbekümmert um etwas, τινός, Synes.
-
4 ἐπίστρεπτος
II. that can be turned round, reversible, Hero Aut.15.3, Spir.1.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίστρεπτος
-
5 ἐπίστρεπτος
ἐπί-στρεπτος, an sich ziehend, die Augen der Menschen auf sich richtend, schön u. glücklich; leicht zu wenden, zu drehen -
6 ἀνεπίστρεπτος
ἀν-επί-στρεπτος u. ἀν-επι-στρεφής, sich nicht kehrend an etwas, unbekümmert um etwas -
7 ἀνεπιστρεφής
ἀν-επί-στρεπτος u. ἀν-επι-στρεφής, sich nicht kehrend an etwas, unbekümmert um etwas -
8 εὐεπίστρεπτος
εὐ-επί-στρεπτος, u. εὐ-επί-στροφος, leicht umzukehren, hinzulenken -
9 επιστρεπτος
2обращающий на себя (чьи-л.) взоры, т.е. чарующий, прекрасный, счастливый(αἰών, ὥρα ἐ. βροτοῖς Aesch.)
-
10 εὐεπίστρεπτος
εὐεπί-στρεπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεπίστρεπτος
См. также в других словарях:
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek
στρεπτομυκίνη — Αντιβιοτικό που παράγεται από τον μεταβολισμό του μύκητα Streptomyces griseus, που απομονώθηκε το 1944. Χορηγούμενη δια της παρεντερικής οδού απορροφάται εύκολα, ενώ δεν απορροφάται όταν χορηγείται από το στόμα. Από τα γνωστότερα μικρόβια που… … Dictionary of Greek