-
1 ἐπί-παππος
ἐπί-παππος, ὁ, Urgroßvater, Hesych.; nach Poll. 3, 18 u. Schol. Soph. O. R. 183 Großvater des Großvaters, atavus.
-
2 παππ-επί-παππος
παππ-επί-παππος, ὁ, der Urgroßvater, Poll. 3, 18 aus Philonid. com. angeführt, aber als δεινῶς ἰδιωτικόν bezeichnet.
-
3 ἐπίπαππος
ἐπί-παππος, ὁ, Urgroßvater; Großvater des Großvaters, atavus -
4 παππεπίπαππος
παππ-επί-παππος, ὁ, der Urgroßvater
См. также в других словарях:
παππεπίπαππος — ὁ, Α ο παππούς τού παππού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + ἐπὶ + πάππος] … Dictionary of Greek
Μπεκερέλ, Ανρί — (Henri Becquerel, Παρίσι 1852 – Λε Κρουαζίκ 1908). Γάλλος φυσικός. Απόγονος οικογένειας μεγάλων φυσικών – ο πάππος του Αντουάν Σέζαρ Μ. (1788 1878) πραγματοποίησε σημαντικές μελέτες επί της ηλεκτρικής στήλης και ο πατέρας του Αλεξάντρ Eντμόντ Μ.… … Dictionary of Greek
παππίας — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Π. και Ισαάκος. Πέρσες πρεσβύτεροι, που μαρτύρησαν με αποκεφαλισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 20 Νοεμβρίου. 2. Π., Διόδωρος και Κλαυδιανός. Κατάγονταν από την Ατταλεία. Μαρτύρησαν με αποκεφαλισμό. Η… … Dictionary of Greek
EPICLERAE — Graece Ε᾿πίκληροι dictae sunt aqud Athenienses, virgines, quibus fratres non erant: Orbae veteribus Latinis vocatae. Hoc nomine autem veniebant filiae, licet plures fuissent, dummodo nulli adessent virilis sexûs liberi. Scholiastes Comici ad hunc … Hofmann J. Lexicon universale