-
1 ἐπί-μνησις
ἐπί-μνησις, ἡ, Erwähnung, E. M.
-
2 ἐπίμνησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίμνησις
-
3 ἐπίμνησις
ἐπί-μνησις, ἡ, Erwähnung
См. также в других словарях:
μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… … Dictionary of Greek