-
1 κόρση
Grammatical information: f.Meaning: `temple, hair on the t.', metaph. `parapets etc.' (Il.; in Att. expressions πατάσσειν, τύπτειν, ῥαπίζειν ἐπὶ κόρρης; where prose has κρόταφος).Compounds: Compp. πυρσόκορσος "with red temples(hair)", i. e. `with red manes' ( λέων; A. Fr. 110), ψιλο-κόρσης m. `bald-headed' (Call., Hdn.); κορσο-ειδής ( λίθος) "with the colour of the temples", i. e. `gray' (Plin.; cf. MGr. κορσίτης; Redard Les noms grecs en - της 56), Κορρί-μαχος (Thess.; Kretschmer Glotta 2, 350).Etymology: Prob. as subst. adj. "shaven place" to κορσός *`shaven' (after H. = κορμός), with σ-ο-suffix to κείρειν; cf. esp. κορσοῦν κείρειν H., ἀ-κερσε-κόμης and κουρά (s. v.). This interpretation goes back to antiquity, e. g. Poll. 2, 32: καὶ κόρσας τινες ἐκάλεσαν τὰς τρίχας διὰ τὸ κείρεσθαι; it was in recent times defended by Wackernagel KZ 29, 128 and Schwyzer 285. Only `hair' is not the original meaning, but a poetic metaphor; we have to start from `haircut (a the side of the head)', s. Frisk GHÅ 57: 4, 14ff. with many parallels. - Not (s. Bq) to κέρας. To be rejected also J. Schmidt Pluralbild. 374 ; Forbes Glotta 36, 258ff. (to κρόταφος). Cf. K. Forbes, Glotta 36 (1958) 191-205.Page in Frisk: 1,923Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόρση
См. также в других словарях:
σύμμαχος — Συγγραφέας των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Καταγόταν από τη Σαμάρεια. Μετάφρασε στα ελληνικά την Παλαιά Διαθήκη και διαμόρφωσε δικό του θρησκευτικό σύστημα από ιουδαϊκά, εθνικά και χριστιανικά στοιχεία. Ο Σ. επιδιδόταν και στις μαγικές τέχνες. *… … Dictionary of Greek
μονομάχος — (λατ. gladiator). Πρωταγωνιστής ενός θεάματος πάλης κατά ζεύγη, που ήταν πολύ δημοφιλές στη Ρώμη από τον 2o αι. π.Χ. Οι αγώνες αυτοί, πιθανότατα ετρουσκικής καταγωγής, γίνονταν στα αμφιθέατρα και είχαν, στην αρχή, νεκρώσιμο χαρακτήρα, συνδεόμενοι … Dictionary of Greek