-
1 ἐπί-κωπος
См. также в других словарях:
εύκωπος — εὔκωπος, ον (Α) (για σκάφη) αυτός που έχει καλά κουπιά, που προχωρεί εύκολα με τα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κωπος (< κώπη), πρβλ. επί κωπος] … Dictionary of Greek
ορθιόκωπος — ὀρθιόκωπος, ον (Α) αυτός που κωπηλατεί όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθιος + κωπος (< κώπη), προβ. επί κωπος] … Dictionary of Greek
πρόκωπος — η, ο / πρόκωπος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πρόκωπος ναυτ. κωπηλάτης λέμβου ο οποίος κάθεται στην πρώτη από την πλώρη σειρά σέλματος αρχ. 1. αυτός που κρατά ένα ξίφος από τη λαβή 2. έτοιμος, πρόχειρος («ἔχειν πρόκωπον τὴν δεξιάν», Ηρωδιαν.) … Dictionary of Greek