Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐπί-κωπος

См. также в других словарях:

  • εύκωπος — εὔκωπος, ον (Α) (για σκάφη) αυτός που έχει καλά κουπιά, που προχωρεί εύκολα με τα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κωπος (< κώπη), πρβλ. επί κωπος] …   Dictionary of Greek

  • ορθιόκωπος — ὀρθιόκωπος, ον (Α) αυτός που κωπηλατεί όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθιος + κωπος (< κώπη), προβ. επί κωπος] …   Dictionary of Greek

  • πρόκωπος — η, ο / πρόκωπος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πρόκωπος ναυτ. κωπηλάτης λέμβου ο οποίος κάθεται στην πρώτη από την πλώρη σειρά σέλματος αρχ. 1. αυτός που κρατά ένα ξίφος από τη λαβή 2. έτοιμος, πρόχειρος («ἔχειν πρόκωπον τὴν δεξιάν», Ηρωδιαν.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»