-
1 ἐπίῤῥημα
-
2 παρα-βολο-ειδής
παρα-βολο-ειδής, ές, vergleichend, ἐπίῤῥημα, Schol. Il. 13, 152.
-
3 παιᾱνικός
παιᾱνικός, den Päan betreffend, in der Art des Päangesanges; so heißt ἰώ ein ἐπίῤῥημα παιανικόν, Ath. XV, 696 d.
-
4 συν-δεσμικός
συν-δεσμικός, ή, όν, zum Verbinden geschickt, verbindend; ἐπίῤῥημα, Conjunction, Scholl.
-
5 δυς-φορικός
δυς-φορικός, Unwillen andeutend; ἐπίῤῥημα Eust. 1581, 22; Schol. Soph. Ai. 432.
-
6 ἐπίῤ-ῥαμμα
ἐπίῤ-ῥαμμα, τό, das Angenähete, Angesetzte, Poll. 4, 119 u. 7, 67 conj. für ἐπίῤῥημα.
-
7 ὒ ὗ
ὒ ὗ, komisch nachahmender Schnüffellaut eines Bratenriechers, Ar. Plut. 896; der Schol. sagt bloß ἐπίῤῥημα ϑαυμαστικόν.
-
8 ἔ
ἔ, gew. doppelt ἒ ἔ, oder viermal, VLL. ἐπίῤῥημα σχετλιαστικόν, Ausruf des Schmerzes u. der Trauer, weh! weh! Tragg., wie Aesch. Ag. 1085; Soph. O. C. 147 u. sonst; in den mss. oft mit spir. asper, wie es auch Bekk. Ar. Vesp. 316 schreibt.
-
9 ἔα
ἔα, auch verdoppelt, ἔα, ἔα, VLL. ἐπίῤῥημα ἐκπληκτικόν, Ausruf der Ueberraschung, Bestürzung, oder des Unwillens, oh! ach! Tragg., bes. vor Fragen, ἔα, τί χρῆμα; Aesch. Prom. 298; ἔα, ἔα μάλα, πῶς ἔχει; Ch. 857; ἔα ἔα, ἄπεχε, φεῦ Prom. 688; ἔα ἔα, ἰδού Soph. O. C. 1475; ἔα, τίς ἔσϑ' ὁ προςιών; Ar. Plut. 824; vgl. Av. 1495 Th. 1105; Eur. Hipp. 856 u. öfter. Selten in Prosa, ἔα, σοφισταί τινες Plat. Prot. 314 d. Es wird als imperat. von ἐάω betrachtet, u. VLL. haben ἔα δή = ἄγε δή. Bei Dichtern per synízesin oft einsylbig.
-
10 συνδεσμικός
συν-δεσμικός, ή, όν, zum Verbinden geschickt, verbindend; ἐπίῤῥημα, Konjunction
См. также в других словарях:
ἐπίρρημα — that which is neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίρρημα — Άκλιτο μέρος του λόγου, το οποίο τοποθετείται δίπλα σε ένα ρήμα, επίθετο, ουσιαστικό ή ένα άλλο ε. τροποποιώντας την έννοιά τους (π.χ. βαδίζω αργά, πολύ ωραίος, η κάτω συνοικία, κάπως καλύτερα). Πρόκειται για σύνθετη λέξη, από την πρόθεση επί και … Dictionary of Greek
επίρρημα — το (γραμμ.), άκλιτο μέρος του λόγου, που προσδιορίζει κυρίως το ρήμα (γι αυτό και η ονομασία του), αλλά και επίθετο ή άλλο επίρρημα: Δουλεύει σκληρά. – Πολύ καλός μαθητής. – Πολέμησε εξαιρετικά γενναία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιρρημάτων — ἐπίρρημα that which is neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρήμασι — ἐπίρρημα that which is neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρήμασιν — ἐπίρρημα that which is neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρήματα — ἐπίρρημα that which is neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρήματι — ἐπίρρημα that which is neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιρρήματος — ἐπίρρημα that which is neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
επιρρηματικός — ή, ό (AM ἐπιρρηματικός, ή, όν) [επίρρημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται οτο επίρρημα ή εκφέρεται με επίρρημα 2; φρ. α) «επιρρηματικοί προσδιορισμοί» οι προσδιορισμοί που εκφέρονται είτε με επίρρημα είτε με πλάγια πτώση εμπρόθετη ή χωρίς… … Dictionary of Greek