-
1 επίφοβος
-
2 ἐπίφοβος
-
3 επιφοβος
-
4 ἐπίφοβος
ἐπίφοβος, ονA frightful, terrible, A.Ag. 1152 (lyr.) ; alarming,γειτνίασις Plu.Pyrrh.7
; τινιJ.AJ12.7.5. Adv.-βως, τινι App.Syr.35
.II [voice] Pass., in fear, timid, Gal.19.707. Adv.-βως, διάγειν Vett.Val.42.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίφοβος
-
5 επίφοβος
η, ο [ος, ον ] вызывающий страх, страшный, ужасный; грозный, опасный, угрожающий -
6 επίφοβος
[эпифовос] επ опасный, грозный. -
7 ἐπίφοβος
-
8 επίφοβος
redoubtableΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > επίφοβος
-
9 redoubtable
επίφοβος -
10 επιφοβωτέρων
-
11 ἐπιφοβωτέρων
-
12 επιφοβώτατον
ἐπίφοβοςfrightful: masc acc superl sgἐπίφοβοςfrightful: neut nom /voc /acc superl sg -
13 ἐπιφοβώτατον
ἐπίφοβοςfrightful: masc acc superl sgἐπίφοβοςfrightful: neut nom /voc /acc superl sg -
14 επιφόβως
-
15 ἐπιφόβως
-
16 επίφοβον
-
17 ἐπίφοβον
-
18 ненадёжность
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ненадёжность
-
19 επιφοβωτάτην
-
20 ἐπιφοβωτάτην
См. также в других словарях:
ἐπίφοβος — frightful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίφοβος — η, ο (Α ἐπίφοβος, ον) 1. αυτός που προκαλεί φόβο, τρομερός («τὰ δ’ ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾱ», Αισχύλ.) 2. απειλητικός, επικίνδυνος («σαν κανέναν επίφοβο ληστή τόν είχανε στη μέση», Βλαχογ.) νεοελλ. (για οικοδόμημα κ.λπ.) ετοιμόρροπος («επίφοβο… … Dictionary of Greek
επίφοβος — η, ο επίρρ. α 1. που προκαλεί το φόβο, φοβερός, επικίνδυνος, απειλητικός, ανησυχητικός. 2. (για οικοδομήματα), που διατρέχει τον κίνδυνο να καταρρεύσει, ο ετοιμόρροπος: Αυτό το μπαλκόνι είναι πολύ επίφοβο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιφοβωτέρων — ἐπίφοβος frightful fem gen comp pl ἐπίφοβος frightful masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφοβώτατον — ἐπίφοβος frightful masc acc superl sg ἐπίφοβος frightful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφόβως — ἐπίφοβος frightful adverbial ἐπίφοβος frightful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίφοβον — ἐπίφοβος frightful masc/fem acc sg ἐπίφοβος frightful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφοβωτάτην — ἐπίφοβος frightful fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφοβώτατοι — ἐπίφοβος frightful masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφοβώτατος — ἐπίφοβος frightful masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφόβοις — ἐπίφοβος frightful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)