-
1 επίτοκα
-
2 ἐπίτοκα
-
3 ἐπίτοκος
A near childbirth, Hp.Superf.17, Antiph.306 (condemned by Phryn. 310), Arist.HA 573a2, etc.: heterocl. acc. sg.ἐπίτοκα IG5(1).1390.33
([place name] Andania).2 fruitful, having borne children, Hp.Epid.6.8.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίτοκος
См. также в других словарях:
ἐπίτοκα — ἐπίτοκος near childbirth masc/fem acc sg ἐπίτοκος near childbirth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίτοκος — η, ο (Α ἐπίτοκος, ον) (για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) ετοιμόγεννη («οὕτω γιγνώσκουσιν, ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν», Αριστοτ.) αρχ. 1. γόνιμος, καρποφόρος 2. αυτός που φέρνει κι άλλον τόκο («καὶ ἐπιτόκων τόκων», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. επί + τόκος (< τίκτω)] … Dictionary of Greek