-
1 επίσποι
-
2 ἐπίσποι
-
3 ἐφέπω
ἐφ-έπω, ipf. ἔφεπε, iter. ἐφέπεσκον, fut. ἐφέψεις, aor. ἐπέσπον, opt. ἐπίσποι, inf. ἐπισπεῖν, mid. aor. inf. ἐπισπέσθαι, part. - όμενος: I. act., follow up, pursue, and seemingly causative, Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους, ‘urge on against,’ Il. 16.724 ; ὣς τοὺς Ἀτρείδης ἔφεπε, ‘followed up,’ ‘pursued,’ Il. 11.177; ( κυνηγέται) κορυφὰς ὀρέων ἐφέποντες, ‘pushing to,’ Od. 9.121 ; ὑσμίνης στόμα, ‘move over,’ Il. 20.359, Il. 11.496; freq. met., θάνατον καὶ πότμον ἐπισπεῖν, ‘meet’ one's fate; so οἶτον, ὀλέθριον or αἴσιμον ἦμαρ, Od. 3.134, Τ 2, Il. 21.100.—II. mid., follow close; τινί, Il. 13.495; ποσίν, ‘in running,’ Il. 14.521; met., ἐπισπόμενοι μένει σφῷ, θεοῦ ὀμφῇ, ξ 2, Od. 3.215.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐφέπω
См. также в других словарях:
ἐπίσποι — ἐπίσποῑ , ἐφέπω ply aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)