-
1 επίδοξος
-
2 ἐπίδοξος
-
3 επιδοξος
21) вероятный, правдоподобныйπολλοὴ ἐπίδοξοι τὠυτὸ τοῦτο πείσεσθαι Her. — многим, по-видимому, предстоит испытать то же самое;
προκαταλαμβάνεσθαι τῶν ἀντιδίκων τὰ ἐπίδοξα λέγεσθαι Arst. — предвосхищать вероятные возражения противников;ἐ. γενέσθαι ἐπιεικής Plat. — подающий надежды стать достойным человеком;τάδε τοι ἐξ αὐτῶν ἐπίδοξα γενέσθαι Her. — вот что для тебя из этого, очевидно, выйдет;ἐ. ὢν ἅπαντας νικήσειν Plut. — которого считали вероятным победителем всех (его противников)2) славный, знаменитый(ἔν τινι Plut.)
ἐπίδοξον κῦδος Pind. — великая слава -
4 ἐπίδοξος
-
5 επίδοξος
η, ο [ός, ον] вероятный, предполагаемый -
6 ἐπίδοξος
-ος,-ον A 0-0-0-2-0=2 Prv 6,8b; DnLXX 2,11 -
7 επίδοξος
[эпидоксос] επ вероятный, предполагаемый. -
8 ἐπίδοξος
ἐπίδοξ-ος, ον,A likely, of persons, ἐ. γενέσθαι ἐπιεικεῖς likely to turn out well, Pl.Tht. 143d; ἐ. τοῦτο πείσεσθαι in danger of suffering.., Hdt.6.12;ἐ. ὢν πάσχειν Antipho 2.1.5
, cf. 2.4.9; ἐ. ὢν τυχεῖν being expected to gain.., Isoc.6.8; τοὺςἐ. γενήσεσθαι πονηρούς Id.20.12
; ἐπιδοξοτέρου ὄντος (sc. αἱρεθῆναι) App.BC1.32: sts. c. [tense] fut. part.,ἐ. ἦσαν ἐμβαλοῦντες Plu. Agis13
; of things,ἐ. ἡ ἀπόστασις παρασχίδων ὀστέων ἀπιέναι Hp.Fract.24
; ἐ.γενέσθαι Hdt.1.89
;πρὸς οὓς ἐ. [ἐστι] πολεμεῖν Arist.Rh. 1359b39
: abs., ὅσα.. κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν (- λαμβάνει codd.) Hdt.4.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίδοξος
-
9 ἐπίδοξος
ἐπί-δοξος, (1) von dem man etwas meint, erwartet, im guten u. schlimmen Sinne; ἐπίδοξοι τωὐτὸ τοῦτο πείσεσϑαι, man befürchtet, daß ihnen dasselbe widerfahren werde; auch c. inf. aor., τίνες τῶν νέων ἐπίδ. γενέσϑαι ἐπιεικεῖς, von welchen Jünglingen läßt sich erwarten, daß sie. Auch von Sachen, τάδε ἐξ αὐτέων ἐπίδοξα γενέσϑαι, es stand zu erwarten, daß dies geschehe. (2) in Ansehen stehend, berühmt. Adv. ruhmvoll -
10 επιδοξότερον
ἐπίδοξοςlikely: adverbial compἐπίδοξοςlikely: masc acc comp sgἐπίδοξοςlikely: neut nom /voc /acc comp sg -
11 ἐπιδοξότερον
ἐπίδοξοςlikely: adverbial compἐπίδοξοςlikely: masc acc comp sgἐπίδοξοςlikely: neut nom /voc /acc comp sg -
12 επιδοξοτάτων
-
13 ἐπιδοξοτάτων
-
14 επιδοξοτέρων
-
15 ἐπιδοξοτέρων
-
16 επιδοξότατα
-
17 ἐπιδοξότατα
-
18 επιδοξότατον
-
19 ἐπιδοξότατον
-
20 επιδόξως
См. также в других словарях:
ἐπίδοξος — likely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίδοξος — η, ο (AM ἐπίδοξος, ον) αυτός που πιθανώς θα γίνει κάτι ή σκοπεύει να κάνει κάτι, ο υποψήφιος ή αυτός που δίνει τέτοια εντύπωση («ο επίδοξος πρωθυπουργός», «ο επίδοξος δολοφόνος», «ἐπίδοξος γενήσεσθαι πονηρός») αρχ. μσν. ένδοξος, διάσημος. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
επίδοξος — η, ο που πρόκειται να γίνει κάτι, υποψήφιος, πιθανός: Ο επίδοξος διάδοχος του θρόνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιδοξότερον — ἐπίδοξος likely adverbial comp ἐπίδοξος likely masc acc comp sg ἐπίδοξος likely neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοξοτάτων — ἐπίδοξος likely fem gen superl pl ἐπίδοξος likely masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοξοτέρων — ἐπίδοξος likely fem gen comp pl ἐπίδοξος likely masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοξότατα — ἐπίδοξος likely adverbial superl ἐπίδοξος likely neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοξότατον — ἐπίδοξος likely masc acc superl sg ἐπίδοξος likely neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδόξως — ἐπίδοξος likely adverbial ἐπίδοξος likely masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίδοξον — ἐπίδοξος likely masc/fem acc sg ἐπίδοξος likely neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδοξοτάτην — ἐπίδοξος likely fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)