-
1 επιδερκτος
-
2 ἐπιδερκτός
ἐπιδερκτός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιδερκτός
-
3 ἐπι-δέρκομαι
ἐπι-δέρκομαι (s. δέρκομαι), darauf-, ansehen, τινά, Hes. O. 266 u. sp. D., wie An. Rh. 2, 1179; dah. ἐπίδερκτος, sichtbar, Empedocl. 330.
-
4 επιδερκτά
-
5 ἐπιδερκτά
-
6 ἐπιδέρκομαι
ἐπι-δέρκομαι, darauf-, ansehen; dah. ἐπίδερκτος, sichtbar
См. также в других словарях:
επίδερκτος — ἐπίδερκτος, ον (Α) [επιδέρκομαι] ορατός … Dictionary of Greek
ἐπιδερκτά — ἐπιδερκτός to be seen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)