Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπήρᾰτος

См. также в других словарях:

  • επήρατος — ἐπήρατος, ον (Α) 1. (για πράγμ.) ευχάριστος («δαιτὸς ἐπηράτου», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερατός (ρηματ. επίθ. τού ερώ «αγαπώ»), το η τού τ. λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • Ἐπήρατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήρατος — lovely masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπηράτοις — Ἐπήρατος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηράτοις — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπηράτου — Ἐπήρατος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηράτου — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπηράτων — Ἐπήρατος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηράτων — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπηράτῳ — Ἐπήρατος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηράτῳ — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»