-
1 Επήρατος
-
2 Ἐπήρατος
-
3 επήρατος
-
4 ἐπήρατος
-
5 ἐπήρατος
1 delightsomeτὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος P. 5.73
σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ἐπήρατον I. 6.12
-
6 ἐπήρατος
A lovely, delightsome,δαίς Il.9.228
;εἵματα Od.8.366
; freq. of places, [Ἰθάκη] μᾶλλον ἐ. ἱπποβότοιο 4.606
;νῆσος Hes.Fr.76.4
; alsoκαλὸν εἶδος ἐπήρατον Id.Op.63
;ἐπήρατον ὄσσαν ἱεῖσαι Id.Th.67
;ἐπήρατον ἴαχον ὄρθιον Sapph.Supp. 20c
.4;κῦδος Alc. Supp.23.13
; later of persons,ἐ. νεάνιδες A.Eu. 958
(lyr.);παρθενική A.R.3.1099
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπήρατος
-
7 ἐπήρατος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπήρατος
-
8 επήρατ'
ἐπήρατο, ἐπαίρωlift up and set on: plup ind mp 3rd pl (epic)ἐπή̱ρατο, ἐπαίρωlift up and set on: aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic)ἐπή̱ρατε, ἐπαίρωlift up and set on: aor ind act 2nd pl (attic epic ionic)ἐπήραται, ἐπαίρωlift up and set on: perf ind mp 3rd pl (epic)ἐπήρατο, ἐπαράομαιimprecate curses upon: plup ind mp 3rd sgἐπήραται, ἐπαράομαιimprecate curses upon: perf ind mp 3rd sgἐπήρατα, ἐπήρατοςlovely: neut nom /voc /acc plἐπήρατε, ἐπήρατοςlovely: masc /fem voc sg -
9 ἐπήρατ'
ἐπήρατο, ἐπαίρωlift up and set on: plup ind mp 3rd pl (epic)ἐπή̱ρατο, ἐπαίρωlift up and set on: aor ind mid 3rd sg (attic epic ionic)ἐπή̱ρατε, ἐπαίρωlift up and set on: aor ind act 2nd pl (attic epic ionic)ἐπήραται, ἐπαίρωlift up and set on: perf ind mp 3rd pl (epic)ἐπήρατο, ἐπαράομαιimprecate curses upon: plup ind mp 3rd sgἐπήραται, ἐπαράομαιimprecate curses upon: perf ind mp 3rd sgἐπήρατα, ἐπήρατοςlovely: neut nom /voc /acc plἐπήρατε, ἐπήρατοςlovely: masc /fem voc sg -
10 επήρατον
ἐπή̱ρατον, ἐπαίρωlift up and set on: aor ind act 2nd dual (attic epic ionic)ἐπήρατοςlovely: masc /fem acc sgἐπήρατοςlovely: neut nom /voc /acc sg -
11 ἐπήρατον
ἐπή̱ρατον, ἐπαίρωlift up and set on: aor ind act 2nd dual (attic epic ionic)ἐπήρατοςlovely: masc /fem acc sgἐπήρατοςlovely: neut nom /voc /acc sg -
12 Επηράτοις
-
13 Ἐπηράτοις
-
14 Επηράτου
-
15 Ἐπηράτου
-
16 Επηράτω
-
17 Ἐπηράτῳ
-
18 Επηράτων
-
19 Ἐπηράτων
-
20 Επήρατ'
См. также в других словарях:
επήρατος — ἐπήρατος, ον (Α) 1. (για πράγμ.) ευχάριστος («δαιτὸς ἐπηράτου», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερατός (ρηματ. επίθ. τού ερώ «αγαπώ»), το η τού τ. λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
Ἐπήρατος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπήρατος — lovely masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπηράτοις — Ἐπήρατος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηράτοις — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπηράτου — Ἐπήρατος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηράτου — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπηράτων — Ἐπήρατος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηράτων — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπηράτῳ — Ἐπήρατος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπηράτῳ — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)