Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπέστεφε

См. также в других словарях:

  • ἐπέστεφε — ἐπιστέφω filled imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίμη — και σίμα, η, Ν αρχαιολ. διακοσμητική ταινία με ανάγλυφα ή γραπτά φυτικά μοτίβα η οποία επέστεφε τους τοίχους ή την οροφή κτηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sima «ανώτατο μέρος τού δωρ. γείσου»] …   Dictionary of Greek

  • δωρικός ρυθμός — Ο αρχαιότερος από τους τρεις ρυθμούς της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής· οι άλλοι δύο είναι ο ιωνικός και o κορινθιακός. Πήρε την ονομασία του από τους Δωριείς και διαμορφώθηκε στην Ελλάδα και στις ελληνικές αποικίες της νότιας Ιταλίας και της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»