Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐπέμβασις

См. также в других словарях:

  • ἐπέμβασις — attack fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμβάσει — ἐπέμβασις attack fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπεμβάσεϊ , ἐπέμβασις attack fem dat sg (epic) ἐπέμβασις attack fem dat sg (attic ionic) ἐπεμβά̱σει , ἐπεμβαίνω step aor subj act 3rd sg (epic doric) ἐπεμβά̱σει , ἐπεμβαίνω step fut ind mid 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμβάσεις — ἐπέμβασις attack fem nom/voc pl (attic epic) ἐπέμβασις attack fem nom/acc pl (attic) ἐπεμβά̱σεις , ἐπεμβαίνω step aor subj act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμβάσεσι — ἐπέμβασις attack fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμβάσεσιν — ἐπέμβασις attack fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέμβασιν — ἐπέμβασις attack fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επέμβαση — η (AM ἐπέμβασις) [επεμβαίνω] νεοελλ. 1. δραστήρια ανάμιξη, μεσολάβηση («φιλική, διπλωματική επέμβαση») 2. ενέργεια κράτους ή διεθνούς οργανισμού σε ζητήματα που δεν περιλαμβάνονται στις αρμοδιότητες τους 3. εφαρμογή δραστικής θεραπείας 4.… …   Dictionary of Greek

  • Λοβέρδος, Σπυρίδων — (1874 – 1936). Οικονομολόγος και συγγραφέας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Κεφαλονιάς. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, αλλά ασχολήθηκε κυρίως με τα οικονομικά και δημοσίευσε πολλές σχετικές μελέτες του σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής του …   Dictionary of Greek

  • ἐπεμβάσεων — ἐπεμβάσεω̆ν , ἐπέμβασις attack fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμβάσεως — ἐπεμβάσεω̆ς , ἐπέμβασις attack fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεμβάσῃ — ἐπεμβάσηι , ἐπέμβασις attack fem dat sg (epic) ἐπεμβά̱σῃ , ἐπεμβαίνω step aor part act fem dat sg (attic epic ionic) ἐπεμβά̱σῃ , ἐπεμβαίνω step aor subj act 3rd sg (doric) ἐπεμβά̱σῃ , ἐπεμβαίνω step fut ind mid 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»