Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπέλευσις

См. также в других словарях:

  • ἐπέλευσις — coming on fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπελεύσει — ἐπέλευσις coming on fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπελεύσεϊ , ἐπέλευσις coming on fem dat sg (epic) ἐπέλευσις coming on fem dat sg (attic ionic) ἐπέρχομαι come upon fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπελεύσεις — ἐπέλευσις coming on fem nom/voc pl (attic epic) ἐπέλευσις coming on fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπελεύσεσιν — ἐπέλευσις coming on fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπέλευσιν — ἐπέλευσις coming on fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επέλευση — η (AM ἐπέλευσις) μσν. νεοελλ. 1. έλευση, ερχομός απροσδόκητος 2. επίθεση αρχ. μσν. επιθεώρηση, εξερεύνηση αρχ. 1. τυχαίο γεγονός 2. δικαστική δίωξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έλευσις (< μέλλ. ελεύσ ομαι, τού ρ. έρχομαι)] …   Dictionary of Greek

  • επελευστικός — ἐπελευστικός, ή, όν (AM) [επέλευσις] μσν. σύντομος αρχ. 1. τυχαίος, συμπτωματικός 2. αυτός που τού αξίζει δικαστική δίωξη …   Dictionary of Greek

  • ἐπελεύσεων — ἐπελεύσεω̆ν , ἐπέλευσις coming on fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπελεύσεως — ἐπελεύσεω̆ς , ἐπέλευσις coming on fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπελεύσῃ — ἐφαιρέομαι fut part act fem dat sg (ionic) ἐπελεύσηι , ἐπέλευσις coming on fem dat sg (epic) ἐπέρχομαι come upon fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»