-
1 επάλμενος
-
2 ἐπάλμενος
-
3 ἐπάλμενος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπάλμενος
-
4 ἐπάλμενος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπάλμενος
-
5 ἐφάλλομαι
A : [dialect] Ep. [tense] aor. 2 ἐπᾶλτο, part. ἐπάλμενος, ἐπιάλμενος (v. infr.): regul. [tense] aor. 2 inf. - αλέσθαι IG4.951.27 (Epid., iv B. C.):— spring upon, so as to attack, c. dat.,Ἀστεροπαίῳ ἐπᾶλτο Il. 21.140
, cf. 13.643;Τρώεσσιν ἐπάλμενος 11.489
, etc.; ἐπάλμενος ὀξέϊ δουρί ib. 421, cf. Od.14.220: without hostile sense, c. gen., ἵππων ἐπιάλμενος having leaped upon the chariot, Il.7.15;κύσσε.. μιν.. ἐπιάλμενος Od.24.320
; of fame,ἐς Αἰθίοπας ἐπᾶλτο Pi.N.6.50
: rare in Prose, ἐπὶ τὸν οὐδὸν ἐ. (a Homeric reminiscence) Pl. Ion 535b; ἐπὶ τὰν χῆρα IG l.c.;ἐπί τινας Act.Ap.19.16
;ἵπποις Plu.2.139b
;θαλάττης Alciphr.1.10
; ζῴῳ, in hostile sense, Philum. Ven.33.3; εἰς τοὐπίσω ἐ., of an exercise, Gal.6.145: metaph., of the spirit of prophecy, LXX l. c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφάλλομαι
-
6 ἐφάλλομαι
ἐφ - άλλομαι, aor. 2 ἐπᾶλτο, part. ἐπάλμενος and ἐπιάλμενος: leap or spring upon or at; ἵππων, Il. 7.15; and freq. in hostile sense, τινί, Il. 13.643; in friendly sense, abs., Od. 24.320.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐφάλλομαι
См. также в других словарях:
ἐπάλμενος — ἐπά̱λμενος , ἐφάλλομαι spring upon aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφάλλομαι — ἐφάλλομαι (ΑΜ) μσν. (για τον Λάζαρο που εγέρθηκε από τόν τάφο) σηκώνομαι με ορμή, τινάζομαι πάνω αρχ. 1. πηδώ επάνω σε κάποιον, εφορμώ, επιτίθεμαι («Ἀστεροπαίῳ ἐπᾱλτο», Ομ. Ιλ.) 2. (με δοτ. οργαν.) προσβάλλω, πλήττω κάποιον με κάτι («ἐπάλμενος… … Dictionary of Greek