-
1 απατητικος
-
2 απατητικός
-
3 ἀπατητικός
-
4 ἀπατητικός
ἀπατητικός, betrügerisch, τέχνη Plat. Soph. 240 d; Sp. auch ergötzlich.
-
5 ἀπατητικός
ἀπατητικός, betrügerisch; auch: ergötzlich -
6 ἀπατητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπατητικός
-
7 ἐξ-απατητικός
ἐξ-απατητικός, ή, όν, betrügerisch, täuschend, τινός, Xen. Hipparch. 4, 12 u. Sp.
-
8 απατητικά
ἀπατητικόςfallacious: neut nom /voc /acc plἀπατητικά̱, ἀπατητικόςfallacious: fem nom /voc /acc dualἀπατητικά̱, ἀπατητικόςfallacious: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
9 ἀπατητικά
ἀπατητικόςfallacious: neut nom /voc /acc plἀπατητικά̱, ἀπατητικόςfallacious: fem nom /voc /acc dualἀπατητικά̱, ἀπατητικόςfallacious: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
10 απατητικώτερον
ἀπατητικόςfallacious: adverbial compἀπατητικόςfallacious: masc acc comp sgἀπατητικόςfallacious: neut nom /voc /acc comp sg -
11 ἀπατητικώτερον
ἀπατητικόςfallacious: adverbial compἀπατητικόςfallacious: masc acc comp sgἀπατητικόςfallacious: neut nom /voc /acc comp sg -
12 απατητικών
-
13 ἀπατητικῶν
-
14 απατητικόν
-
15 ἀπατητικόν
-
16 εξαπατητικος
-
17 απατητικήι
-
18 ἀπατητικῆι
-
19 απατητικής
-
20 ἀπατητικῆς
- 1
- 2
См. также в других словарях:
απατητικός — ἀπατητικός, ή, όν (Α) απατηλός, αυτός που εξαπατά, σοφιστικός … Dictionary of Greek
ἀπατητικός — fallacious masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατητικά — ἀπατητικός fallacious neut nom/voc/acc pl ἀπατητικά̱ , ἀπατητικός fallacious fem nom/voc/acc dual ἀπατητικά̱ , ἀπατητικός fallacious fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατητικώτερον — ἀπατητικός fallacious adverbial comp ἀπατητικός fallacious masc acc comp sg ἀπατητικός fallacious neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατητικῶν — ἀπατητικός fallacious fem gen pl ἀπατητικός fallacious masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατητικόν — ἀπατητικός fallacious masc acc sg ἀπατητικός fallacious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατητικαί — ἀπατητικός fallacious fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατητικοῖς — ἀπατητικός fallacious masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατητικοί — ἀπατητικός fallacious masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατητικῆς — ἀπατητικός fallacious fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατητική — ἀπατητικός fallacious fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)