-
1 Ώπιος
-
2 Ὤπιος
-
3 ώπιος
ἄπιος, ἄπιος 1pear-tree: fem nom sgἄπιος, ἄπιος 2far away: masc nom sgἄ̱πιος, ἄπιος 2far away: masc nom sg -
4 ὤπιος
ἄπιος, ἄπιος 1pear-tree: fem nom sgἄπιος, ἄπιος 2far away: masc nom sgἄ̱πιος, ἄπιος 2far away: masc nom sg -
5 ἀντ-ώπιος
ἀντ-ώπιος, = ἀντωπός, Ap. Rh. 4, 728; Nonn.
-
6 ἐν-ώπιος
-
7 ἐξ-ώπιος
-
8 ενωπιος
2находящийся перед глазами, присутствующийὔμμιν ἐ. (v. l. ἐνώπιον) τάδ΄ ἔειπα Theocr. — я говорил это в вашем присутствии
-
9 εξωπιος
2потерянный из виду, т.е. далекий(δωμάτων Eur.)
δόμων ἐ. βέβηκε Eur. — (дочь Ифия) бежала далеко из дома -
10 προνωπιος
-
11 ἀντώπιος
ἀντ-ώπιος, ον,A = ἀντωπός, A.R.4.729, Man.4.336, Nonn.D.5.485, al.: c. gen., 5.78: c. dat., 33.184.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντώπιος
-
12 ἐνώπιος
-
13 ἐξώπιος
ἐξ-ώπιος, aus dem Gesicht, ἐξώπιος δωμάτων βέβηκε, ἦν, d. i. aus dem Hause
См. также в других словарях:
Ὤπιος — Ὦπις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤπιος — ἄπιος , ἄπιος 1 pear tree fem nom sg ἄπιος , ἄπιος 2 far away masc nom sg ἄ̱πιος , ἄπιος 2 far away masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντώπιος — ἀντώπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπιος < ωπ (< ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)] … Dictionary of Greek