-
1 εὐ-ωριάζω
εὐ-ωριάζω, = εὐωρέω, Soph. frg. 505 bei Hesych.; Phot. erkl. ἀφροντιστεῖν.
-
2 ἐπ-ωριάζω
-
3 ἐξ-ωριάζω
ἐξ-ωριάζω, aus der Acht (ὤρα) lassen, πατρὸς λόγους, nicht beachten, Aesch. Prom. 17.
-
4 ἐξωριάζω
ἐξ-ωριάζω, aus der Acht (ὤρα) lassen, πατρὸς λόγους, nicht beachten -
5 ἐπωριάζω
См. также в других словарях:
επωριάζω — ἐπωριάζω (Α) μεριμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ωριάζω (< ώρα «φροντίδα», πρβλ. ολίγωρος < ολιγωρώ), ρ. που απαντά μόνον εν συνθέσει] … Dictionary of Greek