-
1 εξωμις
- ίδος ἥ эксомида (греческая туника, оставлявшая открытыми правое плечо и правую руку; одежда рабов, ремесленников Arph., Sext.; в Риме - туника без рукавов Plut.) -
2 επωμις
- ίδος ἥ1) верхняя часть плеча ( у стыка ключицы с лопаткой) Xen.2) плечо, рука Eur., Plut.3) тж. pl. тыльная часть шеи Arst.4) верхняя часть корабля Anth.5) эпомида, плечевой край платья ( застегивавшегося на плече) Eur.
См. также в других словарях:
ωμίς — ή ὦμις, ἡ, Α είδος θαλάσσιου ψαριού … Dictionary of Greek
ὠμίς — ἀμίς , ἀμίς chamber pot fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωμίς — κατωμίς, ίδος, ἡ (Α) στον πληθ. αἱ κατωμίδες (κατά τον Ησύχ.) «δέρματα ἅπερ οἱ νομεῑς κατὰ τῶν ὤμων φοροῡσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ωμίς (< ὦμος) πρβλ. εξ ωμίς, επ ωμίς] … Dictionary of Greek
παρωμίς — ίδος, ἡ, Α αορτήρας, λουρίδα περασμένη στον ώμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωμίς (< ὦμος), πρβλ. επ ωμίς] … Dictionary of Greek
συνωμίς — ίδος, ἡ, Α ωμοπλάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ωμίς (< ὦμος), πρβλ. παρ ωμίς] … Dictionary of Greek