Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐξ-ορκισμός

См. также в других словарях:

  • ορκισμός — ὁρκισμός, ὁ (Α) [ορκίζω] η επιβολή ή η κατάθεση όρκου …   Dictionary of Greek

  • ὁρκισμός — administration of an oath masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκισμοῦ — ὁρκισμός administration of an oath masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκισμούς — ὁρκισμός administration of an oath masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκισμῶν — ὁρκισμός administration of an oath masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁρκισμόν — ὁρκισμός administration of an oath masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορκισμός — διορκισμός, ο (Α) [ορκισμός] ένορκη διαβεβαίωση …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»