-
1 ὀνομα-κλήδην
ὀνομα-κλήδην, mit Nennung des Namens, ὀνομάζειν, beim Namen rufen, Od. 4, 278.
-
2 ἐξ-ονομα-κλήδην
ἐξ-ονομα-κλήδην, bei Namen gerufen, namentlich, ἐξ. ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον Il. 22, 415; καλεῖν Od. 12, 250; in tmesi, ἐκ δ' ὀνομακλήδην Δαναῶν ὀνόμαζες ἀρίστους 4, 278; προκαλεῖσϑαι Critias bei Ath. X, 432 e.
-
3 ὀνομακλήδην
ὀνομα-κλήδην, mit Nennung des Namens, ὀνομάζειν, beim Namen rufen -
4 ἐξονομακλήδην
ἐξ-ονομα-κλήδην, bei Namen gerufen, namentlich
См. также в других словарях:
κλήδην — (Α) επίρρ. ονομαστικώς, με το όνομα, κατ όνομα («κλήδην εἰς ἀγορὴν κικλήσκειν ἄνδρα ἕκαστον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλη (πρβλ. ἐ κλή θην, παθ. αόρ. τού καλῶ), που εμφανίζει τη μηδενισμένη και απαθή βαθμίδα klē τής αρχικής δισύλλαβης ρίζας… … Dictionary of Greek
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek