-
1 ἱλαστικός
ἱλαστικός, dasselbe, bes. τὰ ἱλαστικά, sc. ἱερά, Sühnopfer.
-
2 ἱλαστικός
ἱλαστικός, der Versöhner, bes. τὰ ἱλαστικά, sc. ἱερά, Sühnopfer -
3 ἐξ-ιλαστικός
ἐξ-ιλαστικός, ή, όν, dasselbe, εὐχή Schol. Aesch. Pers. 253; Sp., auch adv.
-
4 ἱλεωτικός
-
5 ἐξιλαστήριος
ἐξ-ιλαστήριος, u. ἐξ-ιλαστικός, ή, όν, zum Aussöhnen gehörig oder geschickt