Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐξ-ημοιβός

См. также в других словарях:

  • εξημοιβός — ἐξημοιβός, όν (Α) ο χρήσιμος για αλλαγή («εἵματο τ ἐξημοιβά», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ημοιβός (< αμείβω), με λειτουργία τού νόμου «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • επήβολος — ἐπήβολος, ον (AM) 1. γνώστης, ενήμερος 2. κάτοχος ενός πράγματος (α. «φρενῶν ἐπηβόλους», Αισχύλ. β. «οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολο γίγνομαι οὐδ ἐρετάων», Ομ. Οδ.) 3. αρμόδιος, κατάλληλος αρχ. 1. ικανός, επιδέξιος 2. προσιτός, εκείνος τον οποίο μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • κατηβολή — κατηβολή, ἡ (Α) 1. είδος εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα, το επιβάλλον* (βλ. επιβάλλω) 2. περιοδική προσβολή νόσου, κρίση, παροξυσμός 3. επιβολή, αξίωμα 4. (κατά τον Ησύχ.) «θυσία, τελετή, τὰ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»