-
1 ἀντ-ημοιβός
ἀντ-ημοιβός, ion. für ἀνταμοιβός, Call. Dei. 52, vergeltend, Conj. für ἀντίμοιβος.
-
2 ἐπ-ημοιβός
ἐπ-ημοιβός, abwechselnd; ὀχῆες, zwei Riegel, die in entgegengesetzter Richtung über over in einander geschoben werden, Il. 12, 456; χιτῶνες, Kleider zum Wechseln; sp. D., wie Opp. C. 1, 98 Nic. Th. 365; auch im fem., ἐπημοιβαῖς προβολῇσιν, wenn die Lesart richtig ist, Opp. H. 5, 135.
-
3 ἐξ-ημοιβός
ἐξ-ημοιβός, umgewechselt, εἵματα, Kleider zum Wechseln, Od. 8, 249 u. sp. D., wie Qu. Sm. 7, 437.
-
4 εξημοιβος
-
5 ἐξημοιβός
ἐξ-ημοιβός ( ἀμείβω): neut. pl., for change, changes of raiment, Od. 8.249†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐξημοιβός
-
6 ἐπημοιβός
ἐπ-ημοιβός ( ἀμείβω): serving for a change; χιτῶνες, Od. 14.513; ὀχῆες, cross- bars, shutting over one another in opposite directions. (See cut No. 29).A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπημοιβός
-
7 ἀντημοιβός
-
8 ἐξημοιβός
ἐξ-ημοιβός, umgewechselt, εἵματα, Kleider zum Wechseln -
9 ἐπημοιβός
ἐπ-ημοιβός, abwechselnd; ὀχῆες, zwei Riegel, die in entgegengesetzter Richtung über oder in einander geschoben werden; χιτῶνες, Kleider zum Wechseln -
10 ἐπήβολος
Grammatical information: adj.Meaning: `who gets something, participating, have possession of' (Od.), also `attainable' (A. R.; cf. Wifstrand Krit. und exeget. Bemerkungen zu A. R. [Lund 1929] 28f.); ἐπαβολά f. `share' (Gortyn), ἐπηβολή μέρος H.Derivatives: Cf. ἐπηβολία συνηβολία (EM 357,29). κατηβολή τὸ ἐπιβάλλον (E. Fr. 614, 750).Etymology: Verbal nouns of ἐπι-, κατα-βάλλω with - η- after ἐπ-, κατ-ήκοος, ἐπ-ημοιβός etc. (lengthening in compounds). Brugmann Sächs. Ber. 1901, 103.Page in Frisk: 1,534Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐπήβολος
См. также в других словарях:
εξημοιβός — ἐξημοιβός, όν (Α) ο χρήσιμος για αλλαγή («εἵματο τ ἐξημοιβά», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ημοιβός (< αμείβω), με λειτουργία τού νόμου «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
επήβολος — ἐπήβολος, ον (AM) 1. γνώστης, ενήμερος 2. κάτοχος ενός πράγματος (α. «φρενῶν ἐπηβόλους», Αισχύλ. β. «οὐ γὰρ νηὸς ἐπήβολο γίγνομαι οὐδ ἐρετάων», Ομ. Οδ.) 3. αρμόδιος, κατάλληλος αρχ. 1. ικανός, επιδέξιος 2. προσιτός, εκείνος τον οποίο μπορεί να… … Dictionary of Greek
κατηβολή — κατηβολή, ἡ (Α) 1. είδος εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα, το επιβάλλον* (βλ. επιβάλλω) 2. περιοδική προσβολή νόσου, κρίση, παροξυσμός 3. επιβολή, αξίωμα 4. (κατά τον Ησύχ.) «θυσία, τελετή, τὰ… … Dictionary of Greek