-
1 κατ-εξ-ευ-μαρίζω
κατ-εξ-ευ-μαρίζω, = ἐξευμαρίζω, Hesych. erkl. κατευϑύνω.
-
2 ἐξ-ευ-μαρίζω
ἐξ-ευ-μαρίζω, 1) leicht machen, Eur. Herc. Fur. 18 u. Sp. – 2) leicht beschaffen, im med., πόρον σωτηρίας Eur. Herc. Fur. 81.
-
3 κατευμαρίζω
κατευ-μᾰρίζω, strengthd. for εὐμαρίζω, Hsch., Suid., Phot.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατευμαρίζω
-
4 ἐξευμαρίζω
A make light or easy,συμφοράς E.HF18
;ᾠδὴ ἐ. τὴν ἔνδειαν Ph.2.477
; θεὸς ἐ. πάντα ib.83, cf. 426 ([voice] Pass.), Babr. [46a], Simp.in Cael.667.25.II [voice] Med., prepare, E.HF81:—[voice] Pass., ἐξευμαρίσθη· παρεσκευάσθη, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξευμαρίζω
-
5 ἐξευμαρίζω
ἐξ-ευ-μαρίζω, (1) leicht machen. (2) leicht beschaffen
См. также в других словарях:
κατεξευμαρίζω — (Α) καθιστώ κάτι σαφές και εύκολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐ μαρίζω «καθιστώ κάτι εύκολο»] … Dictionary of Greek