-
1 ἀνα-βλύζω
ἀνα-βλύζω, 1) hervorsprudeln, ἀναβλύζουσα, von der Charybdis, Ap. Rh. 4, 923; Νεῖλος ἀναβλύζων, der anschwellende Nil, Theocr. 17, 80; ἀμβλύζει ποταμός Orph. Arg. 1130; ἐκ τούτου πῦρ ἀναβλύσαι Plut. Syll. 6; ἀνέβλυζεν Alex. 57. – 2) trans., hervorsprudeln lassen, Arist. mirab. 113; πηγὴ ἀναβλύζει ἄκρητον Diosc. 24 (VII, 31); νάπη πηγὴν ἀμβλύζει ad. 363 (IX, 374).
-
2 ἐξ-ανα-βλύζω
ἐξ-ανα-βλύζω, aufsprudeln, Eust.
-
3 ὑπερ-ανα-βλύζω
ὑπερ-ανα-βλύζω, darüber emporquellen, τινός, über Etwas, Sp.
-
4 ἀναβλύζω
-
5 ἐξαναβλύζω
-
6 ὑπεραναβλύζω
ὑπερ-ανα-βλύζω, darüber emporquellen, τινός, über etwas
См. также в других словарях:
αναβλύζω — (Α ἀναβλύζω) (για υγρά) αναπηδώ ορμητικά, ξεπετάγομαι, ξεχύνομαι αρχ. εκτοξεύω, εξακοντίζω υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνὰ * + βλύζω. ΠΑΡ. ανάβλυση ( ις) νεοελλ. ανάβλυσμα] … Dictionary of Greek
αναβλυστάνω — ἀναβλυστάνω (ΑΜ) αναβλύζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλυστάνω «βλύζω»*] … Dictionary of Greek
αναβλύω — ἀναβλύω (Α) (για υγρά) 1. αναβλύζω* 2. χύνομαι βράζοντας, ξεχειλίζω 3. βγάζω αφρούς από το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλύω (νεώτ. τ. τού ρ. βλύζω* πρβλ. κ. ἀναβλύζω)] … Dictionary of Greek