-
1 αγωγιμος
21) могущий быть перевезенным, поддающийся перевозкеτρισσῶν ἁμαξῶν ὡς ἀγώγιμον βάρος Eur. — тяжесть, для перевозки которой нужно три подводы;
τὸ σιδηροῦν (νόμισμα) ἀγώγιμον οὐκ ἦν πρὸς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας Plut. — железная монета (Ликурга) не могла вывозиться в другие греческие государства, т.е. не имела там хождения2) юр. подлежащий задержанию и выдаче(φυγάδες Xen.; φεύγοντες Plut.)
3) податливый, склонный(πρὸς ἡδονάς Plut.)
ἀ. τοῖς δεομένοις Plut. — уступчивый по отношению к просителям -
2 αγώγιμος
-
3 ἀγώγιμος
-
4 ἀγώγιμος
ἀγώγιμος, ον, 1) leicht zu führen, lenksam, πρὸς τὰς ἡδονάς, zu Vergnügungen geneigt, Plut. Alcib. 6. Dah. τὸ ἀγ., die Möglichkeit des Wegschaffens, Xen. Cyr. 6, 1, 54, wo andere ἀγώγιον lesen. – 2) was weggeführt werden kann, z. B. ein Mensch, der von jedem vor Gericht gezogen werden kann, Dem. 23, 11. 53, 1; Xen. Hell. 7, 3, 11, τοὺς φυγάδας ἀγ. εἶναι ἐκ πασῶν τῶν συμμαχίδων, sie sollten aus allen Eidgenossen-Staaten weggeschleppt werden dürfen, also fast vogelfrei; vgl. Plut. Sol. 13, ἀγώγιμοι τοῖς δανείζουσιν ἦσαν, konnten von ihnen als Gefangene weggeschleppt werden. – 3) was fortgeschafft wird: τρισσῶν ἁμαξῶν ὡς ἀγώγιμον βάρος, eine Last für drei Wagen, Eur. Cycl. 383; τὰ ἀγώγιμα φορτία, Frachtwaaren, Xen. An. 5, 1, 16; ἐν τῷ πλοίῳ ἄγειν Dem. 35, 20; Sp.
-
5 ἀγώγιμος
ἀγώγιμος, ον, of things,A capable of being carried, τρισσῶν ἁμαξῶν.. ἀ. βάρος enough to load, E.Cyc. 385; τὰ ἀ. things portable, wares, Pl. Prt. 313c, X.An.5.1.16, etc.;ἄλλο δὲ μηδὲν ἀ. ἄγεσθαι ἐν τῷ πλοίῳ D.35.20
.II of persons, liable to seizure, X.HG7.3.11, cf. D. 23.11, Plu.Sol.13, BGU1116.27 (13 B.C.):—also of things, D.H.5.69.2 easily led, pliable, Plu.Alc.6.III [voice] Act., ἀγώγιμον, τό, love-charm, philtre, Plu.2.1093d, cf. PMag.Lond.121.295: pl., PMag.Par.1.2231.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγώγιμος
-
6 ἀγώγιμος
-
7 αγώγιμος
ος, ον1) легко перевозимый; переносный, портативный; 2) подлежащий привлечению к суду -
8 συν-αγώγιμος
-
9 εἰς-αγώγιμος
εἰς-αγώγιμος, was eingeführt werden darf, von Waaren, im Ggstz von ἐξαγώγιμος, Arist. rhet. 1, 17; dah. übh. fremd, Eur. fr. 136; τέχνην δεομένην ξενικῶν τινων εἰςαγωγίμων Plat. Legg. VIII, 847 e; bes. vom Proceß, der eingeleitet werden darf, Dem. 32, 1. 22; vgl. Lys. 23, 5. Dah. πότερον εἰςαγωγίμους καὶ τὰς τῶν ἄλλων δωροδοκίας ποιήσετε, werdet ihr Klagen über Bestechungen zulassen, Din. 1, 46.
-
10 ἐπ-εις-αγώγιμος
ἐπ-εις-αγώγιμος, noch dazu eingeführt; τὰ ἐπ., Waareneinfuhr, Plat. Rep. II, 370 e.
-
11 ἐπ-αγώγιμος
ἐπ-αγώγιμος, eingeführt, fremd, Plut. Lys. 27.
-
12 ἐξ-αγώγιμος
ἐξ-αγώγιμος, 1) ausführend, ableitend, αἱ ἐξ. τῶν ὑδάτων τάφροι D. Hal. 4, 44. – 2) auszuführen, Lycurg. 26; bes. von Waaren, die ausgeführt werden, Arist. Oec. 2, 1 u. A.
-
13 αγώγιμον
ἀγώγιμοςcapable of being carried: masc /fem acc sgἀγώγιμοςcapable of being carried: neut nom /voc /acc sg -
14 ἀγώγιμον
ἀγώγιμοςcapable of being carried: masc /fem acc sgἀγώγιμοςcapable of being carried: neut nom /voc /acc sg -
15 εισαγωγιμος
-
16 εξαγωγιμος
-
17 επαγωγιμος
-
18 αγωγίμοις
-
19 ἀγωγίμοις
-
20 αγωγίμους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀγώγιμος — capable of being carried masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγώγιμος — η, ο (Α ἀγώγιμος, ον) αυτός που μπορεί εύκολα να μεταφερθεί, να μετακομιστεί νεοελλ. 1. αυτός που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικώς (με αγωγή) 2. αυτός που έχει την ιδιότητα να μεταβιβάζει τη θερμότητα ή τον ηλεκτρισμό αρχ. (για πρόσωπα) 1. αυτός … Dictionary of Greek
ἀγώγιμον — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem acc sg ἀγώγιμος capable of being carried neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωγίμοις — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωγίμους — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωγίμων — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγωγίμῳ — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγώγιμα — ἀγώγιμος capable of being carried neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγώγιμοι — ἀγώγιμος capable of being carried masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… … Dictionary of Greek
αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… … Dictionary of Greek