Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐξ-αγωγίς

См. также в других словарях:

  • καταγωγίς — καταγωγίς, ίδος, ἡ (Α) 1. σχοινί με το οποίο τεντωνόταν ο καταπέλτης 2. είδος γυναικείου ενδύματος («καὶ ἴδια δὲ γυναικῶν, ἐπωμίς... καταγωγίς, καὶ χιτών, πέπλος, καὶ τὰ ὅμοια», Πολυδ.) 3. επίθ. τής Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγωγίς… …   Dictionary of Greek

  • παραγωγίς — ίδος, ή, Α άμαξα που χρησιμοποιούσαν για τη μετακίνηση τής πολεμικής μηχανής με την οποία έριχναν βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αγωγίς (< ἄγω), πρβλ. κατ αγωγίς] …   Dictionary of Greek

  • περιαγωγίς — ίδος, ἡ, Α περιαγωγεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αγωγίς (< ἄγω), πρβλ. κατ αγωγίς] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»