-
1 ἐξ-άγιστος
ἐξ-άγιστος, verwünscht, verflucht; von Personen, Dem. 25, 93; von Sachen, λιμήν Aesch. 3, 113; χρήματα Plut. Popl. 4; ἃ ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ, was geheim zu halten, zu erzählen sündhaft ist, Soph. O. C. 1523; nach Hesych. πάντα τὰ ἱερὰ καὶ ἀφωσιωμένα, ἃ οὐχ οἷόν τε ἐκκομίζεσϑαι.
-
2 ἁγιστεύω
ἁγιστεύω (von ἁγίζω, ἁγιστός), 1) die heiligen Gebräuche beobachten, Plat. Legg. VI, 759 d; καϑ' ἱεροὺς νόμους περὶ τὰ ϑεῖα ἱκανῶς ἁγ., nach Tim. lex. ἱεροϑυτεῖν, wie Dionys. H. 1, 40 τὴν ἱερουργίαν ἁγ. – 2) keusch, rein leben. Dem. 59, 78; Paus. 8, 13; τὴν βιοτάν Eur. Bacch. 74; wie man auch ἁγιστεύω χεῖ ρας φόνου Orac. bei Paus. 10, 6, 7 erkl. kann, wo es andere »reinigen« erkl.
-
3 ἐξάγιστος
ἐξ-άγιστος, verwünscht, verflucht; ἃ ἐξάγιστα μηδὲ κινεῖται λόγῳ, was geheim zu halten, zu erzählen sündhaft ist
См. также в других словарях:
ἁγιστός — hallowed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγιστέων — ἁγιστός hallowed masc/fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγιος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 917 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ιστιαίας του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιδηψού. * * * ια και ία, ιο (AM ἅγιος, ία, ιον) 1. (για πρόσωπα) ενάρετος, ευσεβής 2. ονομασία τού Θεού, τού Πνεύματος, τών… … Dictionary of Greek
αγιστεύω — ἁγιστεύω (Α) 1. ιερουργώ, κάνω θυσία ή ιεροτελεστία 2. εξαγνίζω, αγιάζω 3. παθ. είμαι άγιος ή αγιασμένος, ζω σαν άγιος, αγνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγιστός < ἅγιος, με θεματική παρέκταση. ΠΑΡ. αρχ. ἁγιστεία, μσν. ἁγίστευμα] … Dictionary of Greek