-
1 ἐρευνητικός
ἐρευνητικός, nachforschend, Sp.
-
2 ἐρευνητικός
-
3 ερευνητικός
η, ό[ν]1) исследовательский; 2) пытливый; испытующий;ερευνητικό πνεύμα — пытливый ум;
ρίχνω γύρω μου ερευνητικά βλέμματα — бросать пытливые взгляды вокруг
-
4 ερευνητικός
[эрэвнитикос] εκ. исследовательский,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ερευνητικός
-
5 ερευνητικός
[эрэвнитикос] επ исследовательский. -
6 δι-ερευνητικός
δι-ερευνητικός, ή, όν, zum Durchspüren geschickt, Ptol.
-
7 ἐξ-ερευνητικός
ἐξ-ερευνητικός, ή, όν, gut ausspürend, Strab. III p. 154.
-
8 геологоразведочный
γεωλογικός ερευνητικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > геологоразведочный
-
9 исследователь
ο ερευνητής, ο μελετητήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > исследователь
-
10 ракета
ο πύραυλ/οςатомная - ατομικός/πυρηνικός -боевая - μάχης, στρατιωτικός -научная - επιστημονικός -, ερευνητικός -неуправляемая - άνευ συστήματος ελέγχου/πλοήγησης, η ρουκέτα (ξεν.)сигнальная - η φωτοβολίδα σήμανσης/σηματοδοσίαςсоставная - см. многоступенчатая -управляемая - με σύστημα ελέγχου/πλοήγησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ракета
-
11 реактор
ο αντιδραστήραςатомный - ατομικός/πυρηνικός -биологический - о βιοαντιδραστήρας, το δοχείο πολλαπλασιασμούэлектрический - το επαγωγικό πηνίο, η άεργος αντίστασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > реактор
-
12 исследовательский
исследова||тельскийприл ἐρευνητικός, τῶν ἐρευνών:\исследовательскийтельская работа ἡ ἐρευνητική ἐργασία· \исследовательскийтельский институт τό 'Ινστιτούτο ἐπιστημονικών ἐρευνῶν. -
13 наблюдательный
наблюдатель||ныйприл I. (служащий для наблюдения) παρατηρητικός, ἐρευνητικός:\наблюдательныйный пункт воен. τό παρατηρητήριο[ν]·2. (о человеке) παρατηρητικός, διορατικός. -
14 пытливый
пытлив||ыйприл ἐρευνητικός/ φιλομαθής (о человеке):\пытливыйый ум τό ἐρευνητικό πνεύμα· \пытливыйый взгляд τό ἐξεταστικό βλέμμα. -
15 searching
adjective (trying to find out the truth by careful examination: He gave me a searching look.) ερευνητικός -
16 пытливый
[πυτλίβυϊ] επ. ερευνητικός, φιλομαθής -
17 пытливый
[πυτλίβυϊ] επ. ερευνητικός, φιλομαθής -
18 пытливый
[πυτλίβυϊ] επ ερευνητικός, φιλομαθής -
19 пытливый
[πυτλίβυϊ] επ ερευνητικός, φιλομαθής -
20 взыскующий
επ. από μτχ.ερευνητικός, -ών.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ερευνητικός — ή, ό (Μ ἐρευνητικός, ή, όν) [ερευνώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έρευνα 2. ο ικανός, ο κατάλληλος για έρευνα, αυτός που έχει κλίση ή διάθεση να ερευνά, ο εξεταστικός, ο μελετητικός (α. «ερευνητική διάθεση» β. «ερευνητικός επιστήμονας» γ … Dictionary of Greek
ερευνητικός — ή, ό επίρρ. ά ο ικανός, ο κατάλληλος για έρευνα, ο εξεταστικός: Έχειμυαλό ερευνητικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναζητητικός — ή, ό ο σχετικός με την αναζήτηση, ερευνητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζητητής. Η λ. μαρτυρεί ται από το 1841 στο Νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό) … Dictionary of Greek
διφαλέος — διφαλέος, α, ον (Α) ο ερευνητικός … Dictionary of Greek
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
ερευνάς — ἐρευνάς, ὁ (Μ) [ερευνώ] 1. ερευνητής, ερευνητικός 2. ιδίως ο ταμίας (quaestor) ή ο τιμητής, δικαστής (quaesitor) τών Ρωμαίων … Dictionary of Greek
ερευνητικότητα — η η ιδιότητα τού ερευνητικού, η τάση ή διάθεση για έρευνα και ειδ. για διευκρίνιση, σπουδή φαινομένων ή καταστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερευνητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Παγανέλη] … Dictionary of Greek
μεταβατικός — ή, ό (Α μεταβατικός, ή, όν) [μεταβαίνω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να μετακινείται από έναν τόπο σε άλλο, να αλλάζει τόπο διαμονής, περιοδεύων, αποδημητικός (α. «μεταβατικό απόσπασμα» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ ἑτέρου εἰς ἕτερον»,… … Dictionary of Greek
περίεργος — η, ο / περίεργος, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ.) αυτός που ενδιαφέρεται για το καθετί και θέλει να τό γνωρίσει, αυτός που ερευνά και επιδιώκει να μάθει τα πάντα, ερευνητικός (α. «από μικρός ήταν περίεργος και έμαθε πολλά» β. «περίεργα παιδία», Γαλ. γ.… … Dictionary of Greek
Αλαχιώτης, Σταμάτης — (Ασφενδιού, Κως 1944 –).Βιολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε, με υποτροφία του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, στο φυσιογνωστικό τμήμα της φυσικομαθηματικής σχολής του ΑΠΘ, απ’ όπου αποφοίτησε το 1969. Διορίστηκε το 1972 βοηθός στο εργαστήριο… … Dictionary of Greek
Ζερβός, Παναγιώτης — (Ζερβάτα Κεφαλονιάς 1878 – Αθήνα 1952). Μαθηματικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δημοσίευσε τις πρώτες πρωτότυπες μαθηματικές εργασίες του σε γαλλικά περιοδικά, όταν ήταν ελληνοδιδάσκαλος στο Ληξούρι (1901) … Dictionary of Greek