-
1 άρχης
-
2 ἄρχῃς
-
3 αρχής
-
4 ἀρχῆς
-
5 ἀρχῆς
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀρχῆς
-
6 δω-δεκαδ-άρχης
δω-δεκαδ-άρχης, ὁ, wahrscheinliche Lesart Xen. Cyr. 2, 4, 4, für δωδεκ-άρχης.
-
7 δω-δεκ-άρχης
δω-δεκ-άρχης, ὁ, od. δωδέκαρχος, B. A. 235; s. δωδεκαδ-άρχης.
-
8 ἐξ-αρχῆς
-
9 πρωτ-άρχης
πρωτ-άρχης, ὁ, = πρώταρχος; νεῶν Maneth. 4, 399, zw., u. a. Sp.
-
10 πατρι-άρχης
πατρι-άρχης, ὁ, Stammvater eines Geschlechts, Urvater, Patriarch, LXX. u. a. Sp.
-
11 περιπολ-άρχης
περιπολ-άρχης, ὁ, Aufseher der Tag- und Nachtwache, Sp.
-
12 πεμπαδ-άρχης
πεμπαδ-άρχης, ὁ, Anführer von Fünfen od. einer πεμπάς.
-
13 πεντακοσι-άρχης
πεντακοσι-άρχης, Anführer od. Aufseher von 500 Mann. S. πεντακοσίαρχος.
-
14 πενταδ-άρχης
πενταδ-άρχης, ὁ, Anführer oder Aufseher von Fünfen (?).
-
15 παν-ηγυρι-άρχης
παν-ηγυρι-άρχης, ὁ, Vorsteher einer Festversammlung, πανήγυρις, Plut. Symp. 5, 5, 2.
-
16 πλωτ-άρχης
πλωτ-άρχης, ὁ, Schiffsbefehlshaber, Maneth. 1, 324.
-
17 ποντ-άρχης
ποντ-άρχης, ὁ, und
-
18 πολεμ-άρχης
πολεμ-άρχης, ὁ, = πολέμαρχος.
-
19 πολῑτ-άρχης
πολῑτ-άρχης, ὁ, = πολίαρχος, N. T.
-
20 σπουδ-άρχης
σπουδ-άρχης, ὁ, Einer der sich zu Staatsämtern, Ehrenstellen u. dgl. heftig zudrängt, sie immer führen will, Xen. Conv. 1, 4, wo Dindorf σπουδαρχίας herstellt, s. unten das Wort.
См. также в других словарях:
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
Ἀρχῆς καλῆς κάλλιστον εἶναι καὶ τέλος. — См. Добрый конец, всему делу венец … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀρχῆς — ἀρχή beginning fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρχῃς — ἄρχω to be first pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κακῆς ἀπ’ ἀρχῆς γίγνεται τέλος κακόν. — См. Плохое началишко не к доброму концу … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
περιύβριση αρχής — Έγκλημα που διαπράττει όποιος εξυβρίζει, συκοφαντεί και γενικά εκ φράζεται περιφρονητικά για μια αρχή: δημόσια, δημοτική ή κοινοτική. Η π. α. προβλέπεται και τιμωρείται από το νόμο. Ο νόμος, τιμωρώντας την, έχει ως σκοπό να προστατέψει την… … Dictionary of Greek
начало — НАЧАЛ|О (508), А с. 1.Начало, основание, происхождение: ѿ саторьнила же начало ѥреси имѹще. КР 1284, 362а; сниде к намъ с҃нъ б҃ии. безначальныи. бес конца и без начала. ПрЛ XIII, 106б; •а•˫а не(д)лѧ сѹщи въ начало створени˫а ΓΑ XIII–XIV, 139а;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
επιλεκτάρχης — ἐπιλεκτάρχης, ὁ (Α) αρχηγός σώματος επίλεκτων στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λεκτος (< επι λέγω) + άρχης (< άρχω), τ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. γυμνασι άρχης, εργοστασι άρχης, κομματ άρχης)] … Dictionary of Greek
θιασάρχης — ο (Α θιασάρχης) νεοελλ. αυτός που διευθύνει θίασο, αρχηγός θιάσου ηθοποιών αρχ. αρχηγός θρησκευτικού ομίλου ανθρώπων που περιέρχονταν τους δρόμους με άσματα και χορούς, ιδίως κατά τις εορτές προς τιμήν τού Βάκχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θίασος + άρχης*… … Dictionary of Greek