-
1 δωδεκαρχος
ὁ Xen. = δωδεκάδαρχος См. δωδεκαδαρχος -
2 δω-δεκ-άρχης
δω-δεκ-άρχης, ὁ, od. δωδέκαρχος, B. A. 235; s. δωδεκαδ-άρχης.
См. также в других словарях:
δωδεκάρχης — ο (AM δωδεκάρχης και δωδέκαρχος) ο αρχηγός ομάδας που αποτελείται από δώδεκα άντρες … Dictionary of Greek