-
1 εξιτήριος
-
2 ἐξιτήριος
-
3 ἐξιτήριος
ἐξῐτήριος, ον,A of or for departure,ἐξιτήρια εὐωχεῖσθαι IG3.1184.21
(iii A. D.): -τήρια, τά, day of leaving office, at Athens, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξιτήριος
-
4 εξιτήριος
α, ο[ν]1) относящийся к выходу, выезду; 2) отпускной, увольнительный; разрешающий выход, выезд; 3):εξιτήριος λόγος — прощальное слово
-
5 ἐξιτήριος
ἐξ-ιτήριος, zum Ausgehen, Weggehen gehörig, λόγος, Abschiedsrede -
6 εξιτήριον
-
7 ἐξιτήριον
-
8 εξιτηρίοις
-
9 ἐξιτηρίοις
-
10 εξιτηρίους
-
11 ἐξιτηρίους
-
12 εξιτηρίων
-
13 ἐξιτηρίων
-
14 εξιτήρια
-
15 ἐξιτήρια
-
16 εξιτήριοι
-
17 ἐξιτήριοι
-
18 ἰτήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰτήριος
См. также в других словарях:
ἐξιτήριος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξιτήριος — α, ο (AM ἐξιτήριος, ον) [έξειμι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έξοδο, στην αναχώρηση («ἐξιτήριος λόγος, ἐξιτήριοι εὐχαί» λόγοι αποχαιρετισμού) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εξιτήριο δελτίο αποθεραπείας ασθενούς που χορηγείται από το νοσοκομείο… … Dictionary of Greek
ἐξιτήριον — ἐξιτήριος of masc/fem acc sg ἐξιτήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτηρίοις — ἐξιτήριος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτηρίους — ἐξιτήριος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτηρίων — ἐξιτήριος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήρια — ἐξιτήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήριοι — ἐξιτήριος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξιτήριο — το βλ. εξιτήριος … Dictionary of Greek
εφόδιος — ἐφόδιος, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται για το ταξίδι ή για τον θάνατο, εξιτήριος (α. «ἐφόδιοι εὐχαί» β. «ἐξιτηρίους εὐχάς, ἐφοδίους τοῑς πρὸς ἔξοδον ἰοῡσιν ἤ πρὸς θάνατον», λεξ. Σούδα) 2. αυτός που βρίσκεται πάνω στην οδό, προσιτός, ευπρόσιτος.… … Dictionary of Greek
ιτήριος — ἰτήριος, ον (Μ) λέξη που πλάστηκε ως ετυμολογία τού ἐξιτήριος*, στο Μέγα Ετυμολογικόν τού 11ου αιώνα … Dictionary of Greek