-
1 εξαραττω
-
2 εξανεχω
1) выдаваться, подниматься, выситься(στήλη ἐξανέχουσα τύμβου Theocr.)
2) med. (fut. ἐξανέξομαι и ἐξανασχήσομαι, aor. 2 ἐξανεσχόμην и ἐξηνεσχόμην) выдерживать, выносить, терпетьοὖ λόγων ἄλγιστ΄ ἂν ἀνδρῶν ἐξανασχοίμην κλύων Soph. — чьи слова для меня невыносимее всех других;
ἢ τοὺς ἐμούς τις παῖδας ἐξανέξεται Φθίας τυράννους ὄντας ; Eur. — разве кто-л. допустит, чтобы мои дети царили во Фтии?;οὐκέτ΄ ἐξηνεσχόμην, ἀλλ΄ ἐξαράττω πολλοῖς κακοῖς Arph. — я не вытерпел и стал браниться -
3 εξαρασσω
атт. ἐξαράττω1) выламывать, отламывать(ἱστόν Hom. - in tmesi)
2) взламывать(τέν κιγκλίδα Arph.)
3) выгонять, выбивать, вышибать(τέν ἄγαν αὐθαδίαν τινός Arph.)
4) обрушиваться, нападать
См. также в других словарях:
ἐξαράττω — ἐξαράσσω dash out pres subj act 1st sg (attic) ἐξαράσσω dash out pres ind act 1st sg (attic) ἐξαράσσω dash out pres subj act 1st sg (attic) ἐξαράσσω dash out pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαράσσω — ἐξαράσσω και αττ. τ. έξαράττω (Α) 1. συντρίβω, σπάζω («ἐκ δὲ οἱ ἱστὸν ἄραξε ποτί τρόπιν») 2. διαρρηγνύω, σχίζω βίαια 3. βρίζω κάποιον («εὐθὺς ἐξαράττω πολλοῑς κακοῑς καἰσχροῖσι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αράσσω «συντρίβω»] … Dictionary of Greek