Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐξᾰράττω

См. также в других словарях:

  • ἐξαράττω — ἐξαράσσω dash out pres subj act 1st sg (attic) ἐξαράσσω dash out pres ind act 1st sg (attic) ἐξαράσσω dash out pres subj act 1st sg (attic) ἐξαράσσω dash out pres ind act 1st sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαράσσω — ἐξαράσσω και αττ. τ. έξαράττω (Α) 1. συντρίβω, σπάζω («ἐκ δὲ οἱ ἱστὸν ἄραξε ποτί τρόπιν») 2. διαρρηγνύω, σχίζω βίαια 3. βρίζω κάποιον («εὐθὺς ἐξαράττω πολλοῑς κακοῑς καἰσχροῖσι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αράσσω «συντρίβω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»