-
1 εξωπιος
2потерянный из виду, т.е. далекий(δωμάτων Eur.)
δόμων ἐ. βέβηκε Eur. — (дочь Ифия) бежала далеко из дома
См. также в других словарях:
εξώπιος — ἐξώπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μακριά μας και δεν τόν βλέπουμε πια («δόμων ἐξώπιος βέβηκε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθεση εξ + ώψ* «οφθαλμός»] … Dictionary of Greek
ἐξώπιος — out of sight of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'ξώπιος — ἐξώπιος , ἐξώπιος out of sight of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξώπιον — ἐξώπιος out of sight of masc/fem acc sg ἐξώπιος out of sight of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξωπίους — ἐξώπιος out of sight of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντώπιος — ἀντώπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπιος < ωπ (< ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)] … Dictionary of Greek