Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐξώπιος

См. также в других словарях:

  • εξώπιος — ἐξώπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μακριά μας και δεν τόν βλέπουμε πια («δόμων ἐξώπιος βέβηκε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθεση εξ + ώψ* «οφθαλμός»] …   Dictionary of Greek

  • ἐξώπιος — out of sight of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'ξώπιος — ἐξώπιος , ἐξώπιος out of sight of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξώπιον — ἐξώπιος out of sight of masc/fem acc sg ἐξώπιος out of sight of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξωπίους — ἐξώπιος out of sight of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντώπιος — ἀντώπιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον, που ατενίζει κάποιον κατά πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + ωπιος < ωπ (< ωψ, ωπός < *ωψ «όψη, μάτι, πρόσωπο», πρβλ. οψ, οπός) + ιος (πρβλ. ενώπιος, εξώπιος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»