-
1 εξώκειλε
-
2 ἐξώκειλε
-
3 εξοκέλλω
(αόρ. εξώκειλα) 1. αμετ.1) быть выброшенным на берег (о судах); 2) перен. сбиться с (правильного) пути; морально пасть; совершить предосудительный поступок; ο γιός του εξώκειλε его сын пошёл по плохому пути; 2. μετ. 1) выбрасывать на берег (судно); 2) перен. сбивать с (правильного) пути, портить; ο πλούτος τον εξώκειλε богатство его испортило -
4 ἐξ-οκέλλω
ἐξ-οκέλλω, heraustreiben, eigtl. vom Schiffe, es von der rechten Bahn verschlagen u. auf Klippen u. Untiefen treiben, es stranden lassen, τὴν ναῦν εἰς ἕρμα γῆς App.; übertr., τινὰ εἰς ἄταν, ins Unglück stürzen, Eur. Tr. 137; ὁ πλοῦτος ἐξώκειλε τὸν κεκτημένον εἰς ἕτερον ἦϑος Men. bei Stob. fl. 93, 22. – Gew. intrans., mit dem Schiffe vom geraden Wege abkommen, stranden, scheitern, ἐξοκεῖλαι πρὸς χϑόνα Aesch. Ag. 652, der auch das pass. hat, δεῦρο δ' ἐξοκέλλεται, die Sache kommt darauf hinaus, Suppl. 433; ἡ ν αῦς ἐξοκέλλει ἐς τὰς εἰςβολὰς τοῦ Πηνειοῦ, verirrt sich dahin, Her. 7, 182; μὴ τελευτῶντες εἰς τραχύτερα πράγματα ἐξοκείλωμεν, in eine gefährliche Lage kommen, Isocr. 7, 18; εἰς λόγου μῆκος, sich in eine lange Rede verlieren, id. ep. 2, 13, auf Abwege, in Laster od. Irrthümer hineingerathen, ἐς τρυφήν Ath. XII, 523 c; ἐς παρακοπήν Plut. Mar. 45; auch absol., Pol. 4, 48, 1.
-
5 εξοκελλω
(aor. ἐξώκειλα)1) досл. (о волнах) относить в сторону, бросать, швырять, перен. повергать, ввергать(τινὰ εἰς ἄτην Eur.)
ἐ. τινὰ εἰς ἕτερον ἦθος Men. — менять чьи-л. нравы2) быть прибиваемым (волнами), выбрасываться, выноситься(πρὸς χθόνα Aesch.; εἰς τέν γῆν Arst.)
ἐ. ἐς τὰς ἐκβολὰς τοῦ Πηνειοῦ Her. — пристать к устью Пенея3) перен. оказываться, впадать, попадать(εἰς τραχύτερα πράγματα Isocr.; εἰς ἄτοπον παρακοπήν Plut.)
εἰς φθόνον ἐ. Plut. — стать жертвой (чьей-л.) зависти;εἰς κώμους ἐ. Plut. — предаться кутежам4) терпеть крушениеἐξώκειλε Polyb. — его постигла неудача
-
6 εξώκειλ'
ἐξώκειλα, ἐξοκέλλωrun aground: aor ind act 1st sgἐξώκειλε, ἐξοκέλλωrun aground: aor ind act 3rd sg -
7 ἐξώκειλ'
ἐξώκειλα, ἐξοκέλλωrun aground: aor ind act 1st sgἐξώκειλε, ἐξοκέλλωrun aground: aor ind act 3rd sg -
8 ἐξοκέλλω
ἐξοκέλλω, intr., of a ship,A run aground,ἐς τὰς ἐκβολὰς τοῦ Πηνειοῦ Hdt.7.182
;πρὸς κραταίλεων χθόνα A.Ag. 666
; also [δελφῖνες] ἐ. εἰς τὴν γῆν Arist.HA 631b2
.2 metaph., drift into,ἐ. εἰς τραχύτερα πράγματα Isoc.7.18
;εἰς λόγου μῆκος Id.Ep.2.13
;εἰς ἀσέλγειαν Plb. 18.55.7
;πρὸς ἀπληστίαν Ph.1.686
;ἐς ἐπιθυμίας ἀνοήτους Paus.8.24.9
;εἰς κύβους Plu.2.5b
;εἰς ὕβριν Phylarch.45
J.; εἰς τρυφήν ibid., Plb. 7.1.1, Ath.12.523c (= Arist.Fr. 584);μέχρι τῶν ἐσχάτων Phld.Ir. p.35
W.: abs., to be ruined, Plb.4.48.11.II trans., run (a ship) aground: metaph., drive headlong,τινὰ εἰς ἄτην E.Tr. 137
(lyr.); :—[voice] Pass., metaph., δεῦρο δ' ἐξοκέλλεται things are coming to this pass, A.Supp. 438.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξοκέλλω
См. также в других словарях:
ἐξώκειλε — ἐξοκέλλω run aground aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κλαυδία — I Όνομαιστορικώνπροσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Εστιάδα (3ος αι. π.Χ.). Έγινε γνωστή από μία παράδοση που συνδέεται με τον Β’ Καρχηδονικό πόλεμο. Οι Ρωμαίοι, για να σωθούν από τον Αννίβα, αποφάσισαν να μεταφέρουν τον μαύρο λίθο της Πεσσινούντας… … Dictionary of Greek
ἐξώκειλ' — ἐξώκειλα , ἐξοκέλλω run aground aor ind act 1st sg ἐξώκειλε , ἐξοκέλλω run aground aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)