1 εξηλασα
Древнегреческо-русский словарь > εξηλασα
2 εξελαύνω
εξελαύνω μέταλλον — прокатывать металл;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εξελαύνω
ἐξήλασα — ἐξελαύνω drive out aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξήλασ' — ἐξήλασα , ἐξελαύνω drive out aor ind act 1st sg ἐξήλασε , ἐξελαύνω drive out aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)