-
1 εξέχυτ'
-
2 ἐξέχυτ'
См. также в других словарях:
ἐξέχυτ' — ἐξέχυτο , ἐκχέω pour out aor ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εξέχυτ'
2 ἐξέχυτ'
ἐξέχυτ' — ἐξέχυτο , ἐκχέω pour out aor ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)