-
1 εξέβησαν
-
2 ἐξέβησαν
-
3 ἐξέβησαν
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐξέβησαν
См. также в других словарях:
ἐξέβησαν — ἐκβαίνω step out of aor ind act 3rd pl ἐκβαίνω step out of aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιέχω — ΝΜΑ και αιολ. τ. περρέχω Α περιλαμβάνω, περικλείω (α. «το νερό περιέχει πολλά άλατα» β. «το βιβλίο περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το οικόπεδο περιέχεται μεταξύ τών οδών...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», επιγρ.) νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ … Dictionary of Greek