-
1 εξάγγελτος
-
2 ἐξάγγελτος
-
3 ἐξάγγελτος
ἐξάγγ-ελτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξάγγελτος
-
4 εξαγγέλτου
-
5 ἐξαγγέλτου
-
6 εξάγγελτα
-
7 ἐξάγγελτα
-
8 εξάγγελτοι
-
9 ἐξάγγελτοι
См. также в других словарях:
εξάγγελτος — ἐξάγγελτος, ον (Α) αυτός που εξαγγέλθηκε, κοινολογήθηκε, προδομένος, έκδηλος («τοῡ μὴ ἐξάγγελτον γενέσθαι», Θουκ.) … Dictionary of Greek
ἐξάγγελτος — told of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαγγέλτου — ἐξάγγελτος told of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάγγελτα — ἐξάγγελτος told of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξάγγελτοι — ἐξάγγελτος told of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)