-
1 εξώστρα
ἐξώστρᾱ, ἐξώστραstage-machine: fem nom /voc /acc dualἐξώστρᾱ, ἐξώστραstage-machine: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἐξώστρα
ἐξώστρᾱ, ἐξώστραstage-machine: fem nom /voc /acc dualἐξώστρᾱ, ἐξώστραstage-machine: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ἐξώστρα
ἐξ-ώστρα, ἡ,A stage-machine identified with the ἐκκύκλημα (q. v.) by Hsch. and Poll.4.127, but distd. from it, ib. 129: metaph.,τῆς τύχης ἐπὶ τὴν ἐ. ἀναβιβαζούσης τὴν ὑμετέραν ἄγνοιαν Plb.11.5.8
:—also [suff] ἔξ-ωστρον, τό, IG11(2).199A95 (pl., Delos, iii B. C.).II bridge thrust out from the besiegers' tower against the walls of the besieged place, Lat. exostra, Veget.de Re Milit.4.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξώστρα
-
4 εξώστρας
ἐξώστρᾱς, ἐξώστραstage-machine: fem acc plἐξώστρᾱς, ἐξώστραstage-machine: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 ἐξώστρας
ἐξώστρᾱς, ἐξώστραstage-machine: fem acc plἐξώστρᾱς, ἐξώστραstage-machine: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 εξώστραν
-
7 ἐξώστραν
-
8 ἐξώστης
2 ἐ. ἄνεμοι violent winds which drive ships ashore (cf.ἐξωθέω 11
), Hdt.2.113, Hp.VM9, Aeschin.Ep.1.3.3 ὁ ἐ. (sc. σφυγμός), term coined by Archig. ap. Gal.8.662.4 = ἐξώστρα 111, Cod.Just.8.10.12.5b (pl.), Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξώστης
См. также в других словарях:
ἐξώστρα — ἐξώστρᾱ , ἐξώστρα stage machine fem nom/voc/acc dual ἐξώστρᾱ , ἐξώστρα stage machine fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξώστρα — Ένα από τα σκηνικά μηχανήματα του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού θεάτρου. Ταυτιζόταν με το εκκύκλημα που χρησιμοποιούσαν για την προώθηση στη σκηνή διαφόρων αντικειμένων (θρόνος, ξόανα θεοί κλπ.) ή για την επίδειξη του εσωτερικού χώρου ενός… … Dictionary of Greek
ἐξώστρας — ἐξώστρᾱς , ἐξώστρα stage machine fem acc pl ἐξώστρᾱς , ἐξώστρα stage machine fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξώστραν — ἐξώστρᾱν , ἐξώστρα stage machine fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЭКСОСТРА — • Έξώστρα, (от εξωθέω, выталкиваю), 1. театральная машина, имевшая подобную цель, как и εκκύκλημα (см. это слово в Театр), а именно показать, что произошло внутри дома. Это, кажется, был своего рода балкон, устроенный в… … Реальный словарь классических древностей
РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… … Реальный словарь классических древностей