-
1 ἐξώμαλλος
ἐξώμαλλος, ον,A with the nap outside, Sch.D.Chr.72.1 p.789 Emp.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξώμαλλος
См. также в других словарях:
εξώμαλλος — ἐξώμαλλος, ον (Α) (για ενδύματα) χνουδωτός στην εξωτερική επιφάνεια … Dictionary of Greek