Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐξωτέρω

См. также в других словарях:

  • ἐξωτέρω — ἐξώτερος more outside masc/neut nom/voc/acc dual ἐξώτερος more outside masc/neut gen sg (doric aeolic) ἐξωτέρω more outside irreg̱comp indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξωτέρῳ — ἐξώτερος more outside masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξωτικός — και ξωτικός, ή και ιά, ό (AM ἐξωτικός, ή, όν) αυτός που προέρχεται από το εξωτερικό, ξένος («εξωτικά φυτά») μσν. νεοελλ. 1. ασυνήθιστος, αλλόκοτος 2. ο υπερβολικά όμορφος («εξωτική ομορφιά») 3. το θηλ. ως ουσ. (ε)ξωτικιά και ξωθιά α) νεράιδα β)… …   Dictionary of Greek

  • περίγλυφος — η, ο / περίγλυφος, ον, ΝΑ [περιγλύφω] νεοελλ. αυτός που είναι διακοσμημένος ολόγυρα με γλυπτές παραστάσεις αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίγλυφον σχήμα ή μορφή γλυπτή κυκλικά, γύρω γύρω («φοίνικες καὶ περίγλυφα ἐγκύπτοντα τῷ ἐσωτέρῳ καὶ τῷ ἐξωτέρῳ»,… …   Dictionary of Greek

  • exotery — eˈxotery [? f. Gr. ἐξωτέρω + y3. (But prob. a misprint.)] Exoteric doctrine or instruction. [see esotery] …   Useful english dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»