Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐξυπν-όω

См. также в других словарях:

  • κορτάκιας — ο (χλευαστικά) αυτός που τού αρέσει να ερωτοτροπεί, να φλερτάρει με διάφορες γυναίκες, ερωτύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτε (Ι) + κατάλ. άκιας, μειωτικής σημ. (πρβλ. γυαλ άκιας, εξυπν άκιας)] …   Dictionary of Greek

  • τσαντάκιας — ο, Ν κλέφτης τσαντών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάντα + κατάλ. άκιας μειωτικής σημ. (πρβλ. εξυπν άκιας, κορτ άκιας)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»