-
1 ἐξυπνίζω
A awaken from sleep,οἱ κόρεις εὐχρήστως-ίζουσιν ἡμᾶς Chrysipp.Stoic.2.334
, cf. Ev.Jo.11.11:—[voice] Pass., wake up, LXX Jd.16.14, Plu.Ant.30, M.Ant.6.31. (Condemned by Phryn.200, etc., dub. in Com.Adesp.43.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξυπνίζω
-
2 ἐξυπνόω
A wake out of sleep,τινά Sm.
, Al.Ps.138(139).18: also intr. metaph.,ἀπὸ φιλοσοφίας LXX 4 Ma. 5.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξυπνόω
-
3 ἔξυπνος
ἔξυπν-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔξυπνος
См. также в других словарях:
κορτάκιας — ο (χλευαστικά) αυτός που τού αρέσει να ερωτοτροπεί, να φλερτάρει με διάφορες γυναίκες, ερωτύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτε (Ι) + κατάλ. άκιας, μειωτικής σημ. (πρβλ. γυαλ άκιας, εξυπν άκιας)] … Dictionary of Greek
τσαντάκιας — ο, Ν κλέφτης τσαντών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσάντα + κατάλ. άκιας μειωτικής σημ. (πρβλ. εξυπν άκιας, κορτ άκιας)] … Dictionary of Greek