Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐξυπνώσεις

См. также в других словарях:

  • ἐξυπνώσεις — ἐξυπνόω wake out of sleep aor subj act 2nd sg (epic) ἐξυπνόω wake out of sleep fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξυπνώ — (I) και ξυπνώ, άω (Μ ἐξυπνῶ, άω και έω) 1. σηκώνω κάποιον απ τον ύπνο, αφυπνίζω 2. σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι 3. συνέρχομαι, αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα 4. (για νεκρό) ζωντανεύω, ανασταίνομαι νεοελλ. φρ. «δεν εξύπνησε ακόμη» δεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»