-
1 εξυπνώσεις
ἐξυπνόωwake out of sleep: aor subj act 2nd sg (epic)ἐξυπνόωwake out of sleep: fut ind act 2nd sg -
2 ἐξυπνώσεις
ἐξυπνόωwake out of sleep: aor subj act 2nd sg (epic)ἐξυπνόωwake out of sleep: fut ind act 2nd sg
См. также в других словарях:
ἐξυπνώσεις — ἐξυπνόω wake out of sleep aor subj act 2nd sg (epic) ἐξυπνόω wake out of sleep fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξυπνώ — (I) και ξυπνώ, άω (Μ ἐξυπνῶ, άω και έω) 1. σηκώνω κάποιον απ τον ύπνο, αφυπνίζω 2. σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι 3. συνέρχομαι, αντιλαμβάνομαι την πραγματικότητα 4. (για νεκρό) ζωντανεύω, ανασταίνομαι νεοελλ. φρ. «δεν εξύπνησε ακόμη» δεν… … Dictionary of Greek